Το έθιμο με τα ψέματα την 1η Απριλίου έρχεται από τη Δυτική Ευρώπη, με τις επικρατέστερες εκδοχές να είναι δύο. Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή, το έθιμο ξεκίνησε από τους Κέλτες, τον λαό της βορειοδυτικής Ευρώπης. Οι Κέλτες ήταν δεινοί ψαράδες. Η εποχή του ψαρέματος ξεκινούσε την 1η Απριλίου, όμως εκείνο το διάστημα, τα ψάρια δεν πέφτουν εύκολα στα δίχτυα.
Έτσι και αυτοί, όπως κάνουν άλλωστε οι ψαράδες όλων των εποχών και καθ' όλη τη διάρκεια του χρόνου, έλεγαν ψέματα σχετικά με τα πόσα ψάρια είχαν πιάσει. Αυτή η συνήθεια έγινε, με το πέρασμα του χρόνου, έθιμο.
Η δεύτερη εκδοχή, που θεωρείται και πιο βάσιμη ιστορικά, θέλει γενέτειρα του εθίμου τη Γαλλία του 16ου αιώνα. Μέχρι το 1564 η Πρωτοχρονιά των Γάλλων ήταν η 1η Απριλίου. Τη χρονιά αυτή όμως, και επί βασιλείας Καρόλου του 9ου, αυτό άλλαξε και Πρωτοχρονιά θεωρούνταν πλέον η 1η Ιανουαρίου.
Στην αρχή δεν το δέχτηκαν όλοι οι πολίτες. Οι αντιδραστικοί συνέχιζαν να γιορτάζουν, την παλαιά πλέον, πρωτοχρονιά τους την 1η Απριλίου, ενώ οι υπόλοιποι τους έστελναν πρωτοχρονιάτικα δώρα για να τους κοροϊδέψουν. Το πείραγμα αυτό μετατράπηκε με τον καιρό σε έθιμο.
Στην Ελλάδα, το έθιμο πρέπει να ήταν γνωστό από την εποχή των Σταυροφοριών. Η συνήθεια να λένε ψέματα αποτελεί, όπως υποστηρίζει ο λαογράφος Γεώργιος Μέγας, συνήθη μηχανισμό στην προσπάθεια εξασφάλισης της επιτυχίας μιας μαγικής ενέργειας ή ενός δύσκολου έργου, βάσει της αντίληψης ότι η ψευδολογία ξεγελά και εμποδίζει τις βλαπτικές δυνάμεις.
Και το ψέμα της Πρωταπριλιάς είναι «ένα σκόπιμο ξεγέλασμα των βλαπτικών δυνάμεων που θα εμπόδιζαν την αγροτική παραγωγή», σύμφωνα με το λαογράφο Δημήτριο Λουκάτο.
Σε κάποιες περιοχές, θεωρούν ότι όποιος καταφέρει να ξεγελάσει τον άλλο, θα έχει την τύχη με το μέρος του όλη την υπόλοιπη χρονιά.
ΠΗΓΗ