Οι ερευνητές μελέτησαν τις μαγνητικές τομογραφίες 1.100 εθελοντών της Biobank του Ηνωμένου Βασιλείου. Από τους 1.100 εθελοντές, οι 81 διαγνώστηκαν αργότερα με άνοια. Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν αλγόριθμους τεχνητής νοημοσύνης για να προσδιορίσουν τις αλλαγές στο δίκτυο προεπιλεγμένης λειτουργίας, με στόχο να εντοπίσουν τους συμμετέχοντες που διέτρεχαν αυξημένο κίνδυνο.
Στις περιπτώσεις όπου οι εθελοντές είχαν διαγνωστεί με άνοια, η ομάδα μπόρεσε να προβλέψει μέσα σε ένα περιθώριο σφάλματος δύο ετών ακριβώς πόσο χρόνο θα χρειαζόταν για να γίνει αυτή η διάγνωση. Οι αλλαγές στη συνδεσιμότητα του εγκεφάλου συσχετίστηκαν επίσης με γνωστούς παράγοντες κινδύνου, συμπεριλαμβανομένου του γενετικού κινδύνου για τη νόσο του Αλτσχάιμερ και της κοινωνικής απομόνωσης.
Σύμφωνα με την ερευνητική ομάδα η εξέταση θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμό με άλλες προσεγγίσεις, συμπεριλαμβανομένων νέων εξετάσεων αίματος που στοχεύουν πρωτεΐνες στον εγκέφαλο οι οποίες προκαλούν τη νόσο του Αλτσχάιμερ.
Ο Δρ Σεμπάστιαν Γουόλς, ο οποίος μελετά προσεγγίσεις δημόσιας υγείας για την πρόληψη της άνοιας στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, είπε ότι τα αποτελέσματα ήταν «δυνητικά συναρπαστικά», αλλά πρόσθεσε ότι υπάρχουν αρκετοί παράγοντες που θα πρέπει να διερευνηθούν.
Ο Γουόλς επεσήμανε ότι, από τα 100 άτομα που εμφάνισαν άνοια, ο μέσος χρόνος μεταξύ της σάρωσης και της διάγνωσης ήταν 3,7 χρόνια.
«Προτού μπορέσουμε να είμαστε πραγματικά σίγουροι ότι αυτή η τεχνολογία μπορεί να προβλέψει την έναρξη της άνοιας και ότι δεν είναι απλώς μια πρώιμη ένδειξη της νόσου, θα είναι πολύ σημαντικό να δούμε εάν τα ευρήματα αυτά επιβεβαιώνονται και σε μεγαλύτερα δείγματα», είπε.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Nature Mental Health».
ΠΗΓΗ: ΕΡΤ