Έχω Θέμα
Στην Εύβοια και τη Βοιωτία θα βιώσεις μια εναλλακτική ταξιδιωτική εμπειρία
Τόποι πανέμορφοι μέσα στην απλότητά τους. Τόποι που αναδίδουν, πανταχόθεν, αρώματα εξαίσια, ρετσίνα από τα πευκοδάση, αλλά και μια ζεστασιά σχεδόν ξεχασμένη. Τόποι αυθεντικοί και φιλόξενοι. Εμείς βρεθήκαμε εκεί και σάς προτείνουμε ανεπιφύλακτα να το κάνετε κι εσείς.
Σκέφτομαι συχνά ότι οι τόποι καθίστανται άξιοι μνείας ανάλογα με το αποτύπωμα που αφήνουν εντός μας. Δεν είμαι ακόμη σίγουρη ποια είναι εκείνα τα ακριβή συστατικά που δίνουν σε έναν τόπο την ισχύ να αποτυπώνεται στη μνήμη ή στην ψυχή του επισκέπτη του. Η ομορφιά του τοπίου είναι σίγουρα ένα εξ αυτών των συστατικών. Δεν είναι, όμως, από μόνη της αρκετή. Χρειάζεται να πλαισιώνεται από ήχους, μυρωδιές, αρώματα, γεύσεις, ανθρώπους. Κάπως έτσι, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ένας τόπος καθίσταται άξιος μνείας όταν είναι σε θέση να συγκινεί και να κινητοποιεί όλες μας τις αισθήσεις. Όταν, φεύγοντας από αυτόν, τού έχεις αφήσει ένα μικρό κομμάτι του εαυτού σου. Η συναλλαγή είναι απαραίτητη – ο τόπος σού δίνει την εμπειρία κι εσύ ανταποδίδεις με ένα κομμάτι του εαυτού σου που μένει για πάντα εκεί.
Περί τα τέλη Ιουνίου, επισκεφθήκαμε, μετά από πρόσκληση του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού (ΕΟΤ), περιοχές της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας. Επίκεντρο του τετραήμερου ταξιδιού μας ήταν η Εύβοια και η Βοιωτία. Τόποι πανέμορφοι μέσα στην απλότητά τους. Τόποι που αναδίδουν, πανταχόθεν, αρώματα εξαίσια, ρετσίνα από τα πευκοδάση, αλλά και μια ζεστασιά σχεδόν ξεχασμένη. Τόποι αυθεντικοί και φιλόξενοι. Ειδικά αυτά τα δύο τελευταία χαρακτηριστικά αποκτούν μια επιπλέον βαρύτητα σε έναν κόσμο που έχει προ πολλού απολέσει την αυθεντικότητα και τη φιλόξενη αύρα του.
Εύβοια, η αγαπημένη!
Λίγα χιλιόμετρα από την Αθήνα βρίσκεται η Εύβοια, το δεύτερο μεγαλύτερο νησί της Ελλάδας και το έκτο της Μεσογείου. Το ευβοϊκό τοπίο διαθέτει σπάνια ομορφιά και τεράστιες εναλλαγές. Αν θα έπρεπε να περιγράψω την Εύβοια με μία μόνο φράση, θα έλεγα ότι είναι ένα περίτεχνο ψηφιδωτό, μέσα στις ψηφίδες του οποίου περικλείεται ολόκληρη η Ελλάδα. Εκεί θα βρεις γραφικά χωριά, απέραντες παραλίες, επιβλητικά βουνά, δάση, ποτάμια, καταρράκτες, φαράγγια, ιστορικά μνημεία και μοναστήρια. Η Εύβοια είναι ένα νησί διαφορετικά όμορφο που σε γοητεύει όχι κεραυνοβόλα, αλλά σταδιακά και καθώς ανακαλύπτεις τις απόκρυφες ομορφιές του, τους φιλόξενους ανθρώπους του και τη δύναμή του να επουλώνει με βάλσαμο τις πληγές του.
Πρώτος σταθμός του ταξιδιού μας ήταν η Αιδηψός, στην οποία φτάσαμε με φεριμπότ που πήραμε από το λιμάνι της Αρκίτσας. Σημειώστε ότι η Εύβοια συνδέεται, επίσης, με τη Στερεά Ελλάδα και με δύο γέφυρες· τη σύγχρονη καλωδιωτή και την παλιά συρταρωτή γέφυρα στον Πορθμό του Ευρίπου, η οποία το βράδυ ανοίγει, για να περνούν τα πλοία, αποτελώντας ένα εμβληματικό σημείο της πρωτεύουσας Χαλκίδας.
Η Αιδηψός στη βόρεια πλευρά του νησιού ζει στους δικούς της ρυθμούς. Φημισμένη από την αρχαιότητα για τις ιαματικές της πηγές, έχει να προσφέρει πληθώρα εμπειριών στους επισκέπτες της. Φτάσαμε εκεί νωρίς το απόγευμα και κατευθυνθήκαμε αμέσως προς τα Λιχαδονήσια, τις «Σεϋχέλλες της Ελλάδας» όπως είναι αλλιώς γνωστά. Και, παρότι τέτοιοι χαρακτηρισμοί δημιουργούν συχνά μεγάλες προσδοκίες, στην περίπτωση των Λιχαδονησιών (ή Λιχάδων) η πραγματικότητα επιβεβαίωσε και με το παραπάνω κάθε προσδοκία που είχε δημιουργηθεί. Ένας κρυμμένος παράδεισος επτά μικρών ακατοίκητων νησίδων με γαλαζοπράσινα νερά και ξανθιά άμμο. Ένα τοπίο σπάνιας ομορφιάς με έναν εξίσου ενδιαφέροντα βυθό, εντός του οποίου μπορεί κανείς να διακρίνει και ένα ναυάγιο από το 1943. Τα Λιχαδονήσια αποτελούν ιδανικό προορισμό για θαλάσσιες εκδρομές και εξερευνήσεις, μόλις 2,5 ώρες από την Αθήνα. Εμείς περιηγηθήκαμε σε αυτά με καραβάκι και χαθήκαμε στην άγρια γοητεία του τοπίου, μέσα στην απόκοσμη αύρα του οποίου αντηχούσαν -πιο ζωντανοί από ποτέ- θρύλοι και μυθολογικές αφηγήσεις για τον Λίχα, τον Ηρακλή και τον Ποσειδώνα.
Η πρώτη μέρα στο νησί τελείωσε με οινογευσιγνωσία στο οικογενειακό οινοποιείο Βρυνιώτης, το οποίο βρίσκεται στο χωριό Γιάλτρα. Κρασί υπέροχο από ντόπιους αμπελώνες με την εμπειρία να ολοκληρώνεται εξαιρετικά με θέα στο μπλε της θάλασσας του Βόρειου Ευβοϊκού Κόλπου, εντός του οποίου είχε αρχίσει δειλά δειλά να καταδύεται ο ήλιος.
Την επόμενη μέρα είχαμε γεμάτο πρόγραμμα. Πρώτος σταθμός τα Λουτρά Αιδηψού, μια από τις πιο φημισμένες λουτροπόλεις της Ελλάδας, στην οποία μπορεί κανείς να δεχθεί τη θεραπευτική δύναμη των πλούσιων σε μεταλλικά στοιχεία νερών που αναβλύζουν από τα έγκατα της γης. Σύμφωνα με την αρχαιοελληνική μυθολογία, οι αναβλύσεις αυτές δημιουργήθηκαν όταν η θεά Αθηνά ζήτησε από τον θεό της φωτιάς Ήφαιστο να φέρει στην επιφάνεια της γης θερμά νερά που να θεραπεύουν, ώστε να ξεκουράζεται εκεί μετά από κάθε άθλο ο Ηρακλής. Ο μύθος διαπερνούσε με ένα νήμα σχεδόν μαγικό όλες μας τις περιπλανήσεις σε αυτό το νησί, δίνοντάς τους μια εξίσου μαγική διάσταση.
Ο Ήφαιστος, λοιπόν, χτύπησε με το θεϊκό σφυρί του τα έγκατα της Γης και αμέσως ξεπήδησαν τα περίφημα θερμά, ιαματικά νερά. Η περιοχή διαθέτει, σήμερα, πάνω από 80 ιαματικές πηγές, τις οποίες πλαισιώνει ένα πανέμορφο τοπίο πλούσιας βλάστησης που συναντά τη θάλασσα. Τα «μαγικά» αυτά νερά έρχονται από βάθος που φτάνει τα 2,5 χλμ. με τη θερμοκρασία τους να κυμαίνεται από 34 έως 82 βαθμούς Κελσίου. Οι θερμές πηγές στην Αιδηψό είναι παντού και ο επισκέπτης μπορεί να τις απολαύσει είτε σε κάποια δημόσια παραλία είτε σε σπα, πισίνες ξενοδοχείων ή δημόσια και ιδιωτικά υδροθεραπευτήρια. Εμείς επισκεφθήκαμε το πολυτελές thermal spa, Θέρμαι Σύλλα, το οποίο στεγάζεται σε ένα εντυπωσιακό διατηρητέο κτήριο του 1896 που βρίσκεται πάνω από μια ιαματική πηγή, η οποία τροφοδοτεί τις ιδιωτικές εσωτερικές και εξωτερικές του πισίνες.
Μπροστά από το ξενοδοχείο οι φυσικές κολυμπήθρες με ζεστό, ιαματικό νερό δίπλα ακριβώς στη θάλασσα, δημιουργούν ένα σημείο που άνετα θα μπορούσε να κοσμεί καρτ ποστάλ.
Προσκυνηματικός τουρισμός
Η Εύβοια, πέραν των άλλων όλων, προσφέρεται και για θρησκευτικό τουρισμό, αφού το νησί είναι διάσπαρτο από εκκλησίες και μοναστήρια που προσελκύουν επισκέπτες από όλο τον κόσμο. Εκ των σημαντικότερων χριστιανικών προσκυνημάτων είναι η Ιερά Μονή Οσίου Δαυίδ και ο ναός του Αγίου Ιωάννη του Ρώσου.
Φτάσαμε αρχικά στο μοναστήρι του Οσίου Δαυίδ, εντός του οποίου βρίσκεται και ο τάφος του Αγίου Ιάκωβου Τσαλίκη, ηγουμένου της Μονής που κοιμήθηκε το 1991.
Στο χωριό Προκόπι, μία ώρα περίπου από το μοναστήρι του Οσίου Δαυίδ, βρίσκεται η εμβληματική μονή του Αγίου Ιωάννη Ρώσου. Στον ναό φυλάσσεται και το σκήνωμα του Αγίου, το οποίο μετέφεραν μαζί τους το 1924 οι Μικρασιάτες πρόσφυγες από το Προκόπι της Καπαδοκίας στη νέα τους πια πατρίδα, το Προκόπι Ευβοίας. Αυτοί ήταν που ξεκίνησαν να φτιάχνουν και τον ναό, ο οποίος, εν τέλει, ολοκληρώθηκε το 1951, διαθέτοντας, μεταξύ άλλων, πολύ ιδιαίτερες τοιχογραφίες.
Παράλληλα, οι πρόσφυγες του Προκοπίου έφεραν μαζί τους διάφορα κειμήλια και αντικείμενα του καθημερινού βίου, τα οποία εκτίθενται σήμερα στο Μουσείο Μικρασιατικού Πολιτισμού που βρίσκεται δίπλα από τη μονή. Στο μουσείο φυλάσσονται κειμήλια εκκλησιαστικού και λαογραφικού ενδιαφέροντος και σίγουρα αξίζει να το επισκεφθείτε όταν βρεθείτε στην περιοχή.
Η δεύτερη μέρα στην Εύβοια περιελάμβανε, επίσης, επίσκεψη στη Λίμνη, μια πανέμορφη παραθαλάσσια πόλη, αμφιθεατρικά χτισμένη πάνω από τον Βόρειο Ευβοϊκό Κόλπο. Αργά το απόγευμα, φτάσαμε στην πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη του νησιού, τη Χαλκίδα, η οποία μάς υποδέχθηκε γεμάτη χρώματα και ήχους. Κάναμε μια βόλτα στον παραλιακό πεζόδρομο, είδαμε τα «τρελά νερά» του Ευρίπου -τα οποία αλλάζουν κατεύθυνση κάθε έξι ώρες- πριν κατευθυνθούμε στην κοντινή κωμόπολη της Αρτάκης για φαγητό δίπλα στη θάλασσα. Ανάμεσα σε γέλια, χαλαρές στιχομυθίες και πιο σοβαρές συζητήσεις η δεύτερη μέρα ολοκληρώθηκε ιδανικά.
Άποψη της Χαλκίδας.
Τα μουσεία της Χαλκίδας
Η Χαλκίδα είναι μια πόλη με πλούσια ιστορία, η οποία χάνεται στα βάθη των αιώνων. Δύο σημαντικά μουσεία της περιοχής που αξίζει να επισκεφθείτε είναι το Πολεμικό Μουσείο και το νέο Αρχαιολογικό Μουσείο «Αρέθουσα». Όσον αφορά στο πρώτο, αυτό στεγάζει τη συλλογή του Αναστάσιου Λιάσκου, φιλοξενώντας στους εκθεσιακούς του χώρους μοναδικά και σπάνια κειμήλια από την Ενετοκρατία και την Επανάσταση του 1821 έως τη σύγχρονη ιστορία. Συγκεκριμένα, εκτίθενται συλλογές όπλων, στρατιωτικές στολές, αρχειακό και φωτογραφικό υλικό, πίνακες, έργα τέχνης, καθώς και διοράματα σημαντικών ιστορικών γεγονότων.
Το, δε, δεύτερο είναι ένα σύγχρονο, διαδραστικό μουσείο, το οποίο στεγάζεται σε ένα ιστορικό, βιομηχανικό κτήριο του 20ού αιώνα, το παλιό οινοπνευματοποιείο «Αρέθουσα ΑΕ». Στην έκθεση του μουσείου αναπτύσσονται διαχρονικά ζητήματα που κινούνται γύρω από τέσσερις βασικές θεματικές της ευβοϊκής ιστορίας – την πολιτειακή οργάνωση, την οικονομία, τις πολιτισμικές ταυτότητες και τη λατρεία. Παράλληλα, ξεχωριστή θέση στην έκθεση κατέχει και το ίδιο το κτήριο που στεγάζει το μουσείο· εικονογραφικό υλικό και αρχειακές πηγές «ζωντανεύουν» την εποχή της βιομηχανοποίησης της Χαλκίδας, αλλά και την πορεία του κτηρίου στον χρόνο.
Βοιωτία, αυθεντική και φιλόξενη
Στο νότιο μέρος της Στερεάς Ελλάδας βρίσκεται η Βοιωτία, φιλόξενη και αυθεντική, συνυφασμένη άρρηκτα με μύθους και θρύλους που ζωντανεύουν σε κάθε γωνιά της. Το πρωί της τρίτης μέρας μπήκαμε στο λεωφορείο και από τη Χαλκίδα κινήσαμε για τη Θήβα, την ιστορικότερη πόλη της βοιωτικής γης, τη γενέτειρα του ημίθεου Ηρακλή και την πατρίδα του πολύπαθου Οιδίποδα. Η περιοχή συνδυάζει ενδιαφέρουσες εναλλαγές τοπίου – καταπράσινα βουνά, τον Ελικώνα και τον Κιθαιρώνα, απόκρυφα ακρογιάλια, κοιλάδες, δάση και πανάρχαιους παραλιακούς οικισμούς. Τεράστιας αξίας είναι, επίσης, τα πολιτιστικά και αρχαιολογικά μνημεία, όπως το Αρχαίο Θέατρο Καβιρείου, το Μυκηναϊκό Ανάκτορο ή Καδμείον, το ιερό του Ισμηνίου Απόλλωνος, αλλά και ένας μνημειώδης θαλαμωτός τάφος του 13ου αι. π.Χ., διακοσμημένος με μοναδικές και εξαιρετικής ποιότητας τοιχογραφίες.
Σημειώστε, ακόμη, ότι η Θήβα διαθέτει ένα από τα σημαντικότερα Αρχαιολογικά Μουσεία της Ελλάδας, το οποίο στεγάζει πλήθος ευρημάτων, τα οποία χρονολογούνται από την Παλαιολιθική περίοδο έως και το τέλος της Οθωμανικής. Η περιήγηση στο Μουσείο αποτελεί μια ταυτόχρονη «καταβύθιση» στην ιστορία, τον μύθο και τον γοητευτικό κόσμο της αρχαίας Βοιωτίας. Η περιήγηση ολοκληρώνεται με την επίσκεψη στον μεσαιωνικό πύργο του Σεντ-Ομέρ που δεσπόζει στον προαύλιο χώρο του Μουσείου και αποτελεί το καλύτερα διατηρημένο τμήμα της μεσαιωνικής οχύρωσης της Θήβας με την κατασκευή του να ανάγεται στα τέλη του 13ου αιώνα.
Φεύγοντας από το Μουσείο, κατευθυνθήκαμε προς την παραλία Κορομίλι, εκεί όπου βρίσκεται και το τουριστικό κατάλυμα Αγριλιά, ένα φυσικό καταφύγιο με εννιά σουίτες και εστιατόριο, «σκαρφαλωμένο» σε έναν χαμηλό βράχο που αγναντεύει την απεραντοσύνη του γαλάζιου της θάλασσας και του ουρανού. Εκεί, στη μέση σχεδόν του πουθενά, το βλέμμα δεν χορταίνει να ατενίζει την ομορφιά, η οποία πλαισιώνεται σε ένα κάδρο απόλυτης ηρεμίας που γαληνεύει ψυχή και πνεύμα. Φάγαμε εξαιρετικό φαγητό, χαλαρώσαμε και απολαύσαμε τη σιωπή που διακοπτόταν μόνο από τον ήχο των κυμάτων, τα κελαηδίσματα των πουλιών και μερικές, χαμηλής εντάσεως συνομιλίες από τα γύρω τραπέζια.
Τελευταίος σταθμός της μέρας, ο ναός του Οσίου Λουκά -Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO από το 1990- που δεσπόζει επιβλητικός σε ένα μέρος όπου κανείς συναντάται μόνο με τον εαυτό του (ή με ό,τι πιστεύει). Χτισμένος σε υψόμετρο 430 μέτρων, στη δυτική πλαγιά του όρους Ελικώνα, αποτελεί σπουδαίο χριστιανικό προσκύνημα, αλλά και ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της μεσοβυζαντινής τέχνης και αρχιτεκτονικής. Εκ των εξαιρετικά ενδιαφερόντων στοιχείων της Μονής και το -σχεδόν ακέραιο- σύνολο εντοίχιων ψηφιδωτών με θρησκευτικές παραστάσεις.
Αργά το βράδυ επιστρέψαμε στη Χαλκίδα όπου θα περνούσαμε το τελευταίο βράδυ του ταξιδιού μας. Ενωθήκαμε με τον νυχτερινό παλμό της πόλης, περιδιαβήκαμε το κέντρο της και την αφήσαμε να μας συστήσει και αυτό το πρόσωπό της. Ήταν, ομολογουμένως, εξίσου ενδιαφέρον.
Την επομένη, μετά από μερικές βόλτες στο παραλιακό μέτωπο της πόλης, μπήκαμε στο λεωφορείο με προορισμό το αεροδρόμιο για το ταξίδι της επιστροφής στην Κύπρο. Στον δρόμο, σκεφτόμουνα πράγματι πως η συναλλαγή ήταν δίκαια – η εμπειρία ήταν τόσο μοναδική που όφειλε να παραμείνει πίσω ένα μικρό κομμάτι του εαυτού μας. Εις το επανιδείν, λοιπόν!