Μίλα μου βρώμικα και alt-right, μωρό μου

Η καθόλου σέξι πλευρά των τικ τόκερς, των γιουτιούμπερς και των απανταχού ινφλουένσερς.

Article featured image
Article featured image

Της Ιωάννας Χριστοδούλου 

Κεντρική εικόνα: AI Image Gen

Το ανούσιο τσιτ τσατ, στο οποίο οι πλείστοι επιδιδόμαστε καθημερινά και ανελέητα για σκοπούς σοσιαλιτέ ή για να διασκεδάσουμε τη βαρεμάρα μας, προκύπτει όταν η ποιοτική επικοινωνία εκλείπει ακόμα κι από χώρους που είναι φίσκα στον κόσμο. Οι «απόψεις του κόσμου», που επιπλέουν σαν φελλοί στην επιφάνεια της ανάλυσης των γεγονότων, ολοένα και πληθαίνουν. Την ίδια στιγμή, η πλειονότητα, «αυτό που θέλει ο κόσμος», είμαστε χωμένοι και χαμένοι στον μικρόκοσμό μας, εκεί όπου ο χρόνος είναι περιορισμένος ή θεωρείται σπατάλη να λαμβάνουμε μέρος στον δημόσιο διάλογο. Μπορεί και να κρίνουμε ότι στον δημόσιο διάλογο αξίζουν το πολύ εξήντα δευτερόλεπτα, όσα διαρκεί ένα reel στο Instagram, αφού ό,τι άλλο μπορεί να εκφραστεί με εικονικές καρδούλες, αγκαλίτσες και φιλάκια, κι εκείνο το εικονίδιο που προσεύχεται.

To τρέντι τσιτ τσατ των τελευταίων εβδομάδων, επενδυμένο με το μουσικό χαλί της νέας σοβαροφάνειας, φωτίζει τη σφαίρα της πολιτικής και αναδεικνύει στον πρωταγωνιστικό ρόλο το φαινόμενο που ήδη βαφτίστηκε αλλά, για σκοπούς yolo, εδώ θα το ονομάσουμε «φαινόμενο των ινφλουένσερς». 

Οι της επιδερμικής ανάγνωσης του φαινομένου ανταλλάσσουν τις ήδη γλειμμένες καραμέλες της «τιμωρητικής ψήφου» και της «απαξίωσης» ή τοποθετούνται ρητορικά: «Και οι άλλοι που ήξεραν, τι έκαναν τόσα χρόνια; Κάτσε να δούμε τι θα κάνει ο επηρεαστής Χ τώρα». Τοποθετήσεις που, στα ευαίσθητα αυτιά, χτυπούν το καμπανάκι του alt-right λαϊκισμού και προκαλούν την απορία: Ο συνομιλητής μου εκφράζεται συνειδητά ή επαναλαμβάνει, σαν το-πρόβατο-που-δεν-θέλει-να-είναι, το αφήγημα που άκουσε σ’ ένα βίντεο στο TikTok; Η απάντηση «Ας ασκήσουμε κριτική και να απαιτήσουμε βελτιώσεις από αυτούς που ξέρουν. Ας εντοπίσουμε και να αναδείξουμε αυτούς που γνωρίζουν κι όχι να προωθούμε το τίποτα αυτών που δεν», αδυνατεί να βρει έδαφος να ανθίσει στις μέρες μας. Οπότε, το πισωγύρισμα στης χαμηλής ποιοτικής στάθμης τσιτ τσατ επιβάλλεται, πράγμα που μας καθιστά bystanders της επιφάνειας και ντροπιαστικό κομμάτι της.

Οι της επιδερμικής ανάγνωσης του φαινομένου ανταλλάσσουν τις ήδη γλειμμένες καραμέλες της «τιμωρητικής ψήφου» και της «απαξίωσης» ή τοποθετούνται ρητορικά: «Και οι άλλοι που ήξεραν, τι έκαναν τόσα χρόνια; Κάτσε να δούμε τι θα κάνει ο επηρεαστής Χ τώρα». Τοποθετήσεις που, στα ευαίσθητα αυτιά, χτυπούν το καμπανάκι του alt-right λαϊκισμού.



Στο overload των πληροφοριών και των μέσων της εποχής, είναι πλέον διακριτή η θεμελιώδης μετατόπιση από την πάλαι ποτέ επικοινωνία του «ενός-προς-πολλούς» στην επικοινωνία των «πολλών-προς-πολλούς». Η ψηφιοποίηση της ανθρώπινης επικοινωνίας έχει προετοιμάσει το έδαφος για να βλαστήσουν, μεταξύ άλλων, διάφορα φιντάνια αμφιβόλου δημοκρατικού προσανατολισμού, έτοιμα να θυσιάσουν και να θυσιαστούν στον βωμό των followers και του engagement, της ανάλυσης του bounce rate, του acquisition, του segmentation και μιας ακόμα χούφτας metrics που θα χρησιμοποιηθούν ως αλγοριθμικά φωτοστέφανα για να θεοποιηθούν ως payments. Πρώτα απ’ όλα για τις πλατφόρμες και, αν η πυραμίδα το επιτρέπει, και το content είναι «αυτό που θέλει ο κόσμος», θα επωφεληθεί και ο ινφλουένσερ. 

Στην αντίπερα όχθη, ο μπύθουλας των followers παρουσιάζει αλλαγές στην πολιτική, κοινωνική και καταναλωτική του συμπεριφορά και μετατρέπεται, μετά το απαραίτητο human verification, κι ο ίδιος σε προϊόν προς πώληση. Με συνοπτικές διαδικασίες και το πάτημα ενός accept. 

«Ο άνθρωπος ήταν πάντα προϊόν», ήταν η τοποθέτηση επιστημόνισσας που μόστραρε το raison d'être της σ’ ένα πρόσφατο τσιτ τσατ. «Ποτέ τόσο μαζικά και με τη θέλησή του», θα μπορούσε να ήταν η απάντηση αλλά ποιός ο λόγος να χαλάσεις ένα ανούσιο τσιτ τσατ.

Τα λεγόμενα παραδοσιακά μέσα, γνήσια τέκνα της κοινωνίας του θεάματος σε κρίση αξιοπιστίας, τρέχουν κουρασμένα ξοπίσω από τα νέα μέσα. Και αυτοί που τσουβαλιάσαμε ως «αλήτες-ρουφιάνους-δημοσιογράφους» αγκομαχούν στα μιντιακά κάτεργα της ροής ειδήσεων απέναντι στους «δημιουργικούς» παραγωγούς περιεχομένου. Η κατάσταση προσομοιάζει με το τσουβάλιασμα των πολιτικών, βάζοντας στις τρεις εξουσίες, και τη λεγόμενη τέταρτη, το αναμενόμενο hashtag #cancel. 

«Και τα παραδοσιακά μέσα τι έκαναν δηλαδή; Δεν υπήρξαν διακινητές της προπαγάνδας; Δεν προωθούσαν πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα;» αναρωτιέται ο έμπειρος κυριούλης που φοράει το μπλουζάκι με το αλογάκι σε μία κρίση των μετά-nouveau réalisme πολιτικών του πεποιθήσεων. «Δεν είναι αναγκαίο να είσαι πυρηνικός επιστήμονας για να ψαχουλέψεις και να εντοπίσεις το ιδιοκτησιακό καθεστώς των παραδοσιακών μέσων και την εκάστοτε σχέση του με την πολιτική και την οικονομία», θα ήταν μία καλή απάντηση αλλά δεν ταίριαζε με το μπλουζάκι.

Στο παγκοσμιοποιημένο ψηφιακό περιβάλλον, τα πράγματα δυσκολεύουν γιατί, άντε τώρα, να ψάχνεις τον τελευταίο μέτοχο της Google και της Metaverse για να τον κάνεις #boycott για ένα διήμερο. Στην Silicon Valley εξάλλου δεν κρύβονται πίσω από ιδεολογικά πλαίσια. They just follow the money. Η εταιρική κοινωνική ευθύνη είναι αρκετή για να κάνει την δουλειά της. 

«Ναι, έκανε poll, για να αποφασίσουμε εμείς!», δηλώνει το περιορισμένης ευθύνης αμούστακο και νομίζει πως λαμβάνει μέρος στην άμεση δημοκρατία. «Αποποίηση ευθύνης και engagement bait είναι το poll», είναι η απάντηση που δεν δόθηκε για να διατηρείται το status quo του ανούσιου τσιτ τσατ.



Οι ινφλουένσερ λοιπόν, που χαμπάριασαν το «κενό στην αγορά» κινήθηκαν ανταγωνιστικά στο πιο πάνω πακέτο, επιστρατεύοντας όλες τις «καλές πρακτικές» του digital marketing, με τα πολιτικά φακελάκια να αλλάζουν χέρια και ως δεδουλευμένα έσοδα να κατατίθενται μέσω digital banking. Το κόνσεπτ, ευκολάκι. Ενσωμάτωση αφορολόγητων απόψεων πολιτικού περιεχομένου στο content, ποντάρισμα στην αφαίρεση των ιδεολογικών αλυσίδων όπως τις ξέραμε, οικεία χαλαρουίτα εμφάνιση, με τη γραβάτα φορεμένη για μπαντάνα, βατός σε επίπεδο γελοιότητας λόγος και διάχυση της υπόσχεσης για την πολυπόθητη αλλαγή. Μοναδική επιδίωξη είναι, βεβαίως, το τίναγμα της μπάνκας στον αέρα. Κάποιοι από αυτούς τα κατάφεραν. 

Τα καθεστωτικά μίντια και τα παλιομοδίτικα κόμματα των οποίων «οι πολιτικοί τσακώνονται στις τηλεοράσεις», δεν έχουν να κάνουν με τις υποκειμενικές ειδήσεις του TikTok και τους «χαρισματικούς» ρήτορες του YouTube που περνάνε καλά και αυτό βγαίνει προς τα έξω. Αυτό που, ίσως, αργήσει, ελαφρώς, να βγει προς τα έξω είναι η παθολογία τους, που είναι καλά κρυμμένη κάτω από την ψευδή αίσθηση εκδημοκρατισμού της υφιστάμενης πολιτικής και πίσω από ανέξοδα online polls. 

«Ναι, έκανε poll, για να αποφασίσουμε εμείς!», δηλώνει το περιορισμένης ευθύνης αμούστακο και νομίζει πώς λαμβάνει μέρος στην άμεση δημοκρατία. «Αποποίηση ευθύνης και engagement bait είναι το poll», είναι η απάντηση που δεν δόθηκε για να διατηρείται το status quo του ανούσιου τσιτ τσατ.

Όταν με ευκολία τοποθετείς ζεστό χρήμα και δόξα στο τραπέζι, είναι επόμενο πολλοί να απλώσουν και να κάψουν το χέρι τους. Οι followers απ’ την άλλη, που λειτουργούν συνάμα ως αλγοριθμικά προϊόντα, καίγονται κι αυτοί, ως παράπλευρη απώλεια, στη πυρά με τα ξενέρωτα. Στην εποχή που οι πλείστοι πασχίζουν να κλειδώσουν το πόστο τους στην αναδιανομή της κοινωνίας και της οικονομίας, το marketing της «αλλαγής» αλλάζει προσωπείο και βρίσκει τον καθρέφτη του. Η εκδοχή της πραγματικότητας που μας έλαχε έχει κουράσει. Ο φόβος, ως FoMO, μη χάσουμε τη θέση μας στο τρένο της κοινωνικής, εργοδοτικής και καταναλωτικής τρομοκρατίας έχει γίνει κινητήριος δύναμη. Η απήχηση των ακροδεξιών σχηματισμών στην Ευρώπη και παγκοσμίως έχει ήδη επιβιβαστεί.

«Αξίζει να επικεντρωθούμε στα θετικά στοιχεία άλλων πολιτικών influencers;». «Idk» θα ήταν η απάντηση αφού όλα δείχνουν πώς πρόκειται για την μειονότητα η οποία δεν έχει θέση στο engagement οπότε ούτε στην διαφημιστική πίτα. Από την άλλη, τα αρνητικά στοιχεία που αναδύθηκαν, ξέρουν καλύτερα κι απ’ τους white collars πώς να επενδύσουν στη «γνώμη του κόσμου». 

«Well, opinions are like an a**holes. Everybody has one», ήταν η ατάκα του Harry Callahan στο The Dead Pool και μεσουρανούσε πολλά χρόνια πριν από την εμφάνιση των σόσιαλ μίντια. Κάποιος πρέπει να ενημερώσει σήμερα τον Clint Eastwood ότι πλέον οι a**holes μεταμόρφωσαν το opinion τους σε μετοχές στο ψηφιακό παζάρι.

Οι φυγόκεντρες από τον τόπο της δημοκρατίας τάσεις, τόσο του κόσμου όσο και των παραγωγών περιεχομένου, πασπαλισμένες από λαϊκιστική ρητορική, η Ιστορία μας έχει αποδείξει ότι το μόνο που ξεφουρνίζουν είναι πολωτικές, ολοκληρωτικές καταστάσεις και ακροδεξιές πεποιθήσεις.


Ο λόγος γιατί το κουράζουμε το ζήτημα μες στην ελεύθερη αγορά του διαδικτύου είναι ένας. Άλλο να κάνεις τοποθέτηση προϊόντος σε brand βανίλιας την ώρα που ανακατεύεις απαλά με μια μαρίζ το μείγμα του κέικ και άλλο να προμοτάρεις κενού περιεχομένου εναλλακτική φωνή πασπαλίζοντας με τη ζάχαρη της εναλλακτικής δημοκρατίας τα «θέλω του κόσμου». Οι φυγόκεντρες από τον τόπο της δημοκρατίας τάσεις, τόσο του κόσμου όσο και των παραγωγών περιεχομένου, πασπαλισμένες από λαϊκιστική ρητορική, η Ιστορία μας έχει αποδείξει ότι το μόνο που ξεφουρνίζουν είναι πολωτικές, ολοκληρωτικές καταστάσεις και ακροδεξιές πεποιθήσεις. Ο δε συνδυασμός της απαξίωσης των πολιτικών κομμάτων και της ισοπέδωσης της δημοσιογραφίας με τον χιτλερικό όρο «lügenpresse», τον οποίο μετέφρασε και διέδωσε το 2016 ο Donald Trump ως ριζοσπαστική παρατήρηση, είναι μάλλον επικίνδυνος. 

Το ίδιο επικίνδυνοι είναι και οι καθόλου σέξι νέοι Batman της bro culture, απ’ τον μισογύνη και ομοφοβικό Andrew Tate στον επίσης alt-right Elon Musk της SpaceX, των Tesla, του Neuralink chip και των θεωριών συνωμοσίας. Η λίστα των bros, στους οποίους οι νεότερες γενιές θέλουν να μοιάσουν και οι μεγαλύτερες υμνούν για το οικονομικό success story τους, είναι μεγάλη. Αποτελείται από creators απανωτών cultural wars, που κινούν την ψηφιακή αγορά που εφάπτεται ιδεολογικά με τον αλγόριθμο του approval και των similar pages. Οι τζάμπα ήρωες των χλιαρών wannabe πλουσιόπαιδων που υμνούν το εύκολο χρήμα, πασπατεύουν το οικονομικό μοντέλο της προσφοράς και της ζήτησης και πιάνουν τον κώλο της ταξικής συνείδησης. 

Η περίσσεια εναλλακτικότητά τους φαντάζει αρχικά πολύ disruptive, επίσης λέξη-καραμέλα της εποχής, αλλά όλα δείχνουν ότι η περιβόητη alt-right μεταφράζεται με γοργούς ρυθμούς στην ακροδεξιά όπως την ξέρουμε. Αυτή της μονομερίας και του αφανισμού των αντίθετων απόψεων. Του σωβινισμού, του ακραίου εθνικισμού, του ρατσισμού, του συντηρητισμού και πάει λέγοντας. If you don't know it just Google it.

H δυσανεξία των πολλών στην όποια σοβαρή προσέγγιση μάς έχει απομείνει, γίνεται καούρα στο στομάχι ολονών μας. Ο κάθε φουκαριάρης, απομονωμένος μες τους σόσιαλ λογαριασμούς του, ψάχνει το δισκίο της αλλαγής. Η απόλυτη ελευθερία στην κυκλοφορία της πληροφορίας έχει τις ευλογίες των bros της Silicon Valley. Και πρόκειται για μια χωρίς όρια ελευθερία της έκφρασης που ξεγλιστρά από κάθε συνταγματική θεσμοθέτηση και μοστράρει τις δικές της χαλαρές ρυθμιστικές αρχές ως φύλλο οδηγιών χρήσης για χάπια που ψωνίζεις χωρίς συνταγογράφηση.

Η υποτιθέμενη εναλλακτικότητα ενισχύει υπάρχουσες απόψεις που λαγοκοιμούνται ή δεν έβρισκαν χώρο έκφρασης. Δεν τιμωρεί άλλες. Τις άλλες τις τιμωρεί η αποχή και η κούραση του εκλογικού σώματος που έχει κάνει τραμπάλα τον οριζόντιο άξονα του πολιτικού φάσματος. Ο νεοσυντηρισμός σκάβει, τώρα που μιλάμε, για να βρει τις ρίζες του απελπιστικού εαυτού του στην αναζήτηση νοήματος. Σε μια εποχή που παλεύει με τον κατακερματισμό και τη συνεχή αβεβαιότητα, έτοιμη να σκοντάψει στο σκοτεινό παρελθόν της. Ο Brecht περιέγραψε όμορφα τον φασισμό ως τον «πιο θρασύ, δόλιο, ωμό καπιταλισμό». Στο Insta, στο hashtag #Brecht θα βρείτε μόνο εκατό χιλιάδες αναφορές. Δεν κάνει trending.

Ο Brecht περιέγραψε όμορφα τον φασισμό ως τον «πιο θρασύ, δόλιο, ωμό καπιταλισμό». Στο Insta, στο hashtag #Brecht θα βρείτε μόνο εκατό χιλιάδες αναφορές. Δεν κάνει trending.



Στην παγκοσμιοποιημένη μαρμίτα φαίνεται να κερδίζει χώρο, σύμφωνα με τα analytics και το παζάρι, η επικοινωνία που κρύβεται πίσω από την ομπρέλα της κοινωνικοποίησης. Στην πραγματικότητα πρόκειται για την πιο αντικοινωνική συνθήκη που έχει να διαχειριστεί η Ιστορία. Το ‘χε γράψει όμορφα ο Χατζιδάκις, που δεν είχε σόσιαλ μίντια: «Κάθε αντιανθρώπινο φαινόμενο συμπεριφοράς δεν προέρχεται από ιδεολογία, δεν περιέχει ιδεολογία, δεν συνθέτει ιδεολογία. Είναι η μεγεθυμένη έκφραση-εκδήλωση του κτήνους που περιέχουμε μέσα μας χωρίς εμπόδιο στην ανάπτυξή του, όταν κοινωνικές ή πολιτικές συγκυρίες συντελούν, βοηθούν, ενισχύουν τη βάρβαρη και αντιανθρώπινη παρουσία του».

Η επικοινωνία, με τα φτιασίδια και τα γκλίτερ της, τις γρήγορες εναλλαγές στο μοντάζ, τις ΑΙ generated εικόνες, τα ανούσια διά ζώσης και διαδικτυακά τσιτ τσατ, μαρτυρά ότι είμαστε μόνοι αγκαλιά με την παράνοια ότι ανήκουμε κάπου. 

Ο πριμιτισμός, η νοσταλγία της αναλογικής εποχής και η τεχνοφοβία δεν είναι οι λύσεις. Ούτε να τραβήξουμε το σύρμα απ’ την πρίζα είναι η απάντηση. 

Η τεχνολογία θα συνεχίσει να τραβά τον δρόμο της, θα μας προσπεράσει και, πολύ σύντομα, μπορεί να μην έχουμε και λόγο στην πορεία της. Λόγο έχουμε στον μιντιακό εγγραμματισμό και στις βάσεις που πρέπει να συνεχίσουμε να κτίζουμε έτσι ώστε να υπερασπιστούμε τη δημοκρατία όταν και αν κολλήσει στα λασπόνερα. Να αναγνωρίσουμε και να σεβαστούμε τα όριά της. 

Οι μελλοντικές προκλήσεις που ευαγγελίζεται ότι μπορεί να διαχειριστεί ο κάθε τυχάρπαστος είναι τερτίπια της εποχής. Μην τα παγιώσουμε. Το διαδίκτυο μπορεί να λειτουργήσει ως κύτταρο πραγματικής δημοκρατίας και όχι ως ξεπέτα των ινφλουένσερ.  

Το παιχνίδι είναι βρώμικο και alt-right. Και αυτό δεν είναι alright, μωρό μου.

Λόγο έχουμε στον μιντιακό εγγραμματισμό και στις βάσεις που πρέπει να συνεχίσουμε να κτίζουμε έτσι ώστε να υπερασπιστούμε τη δημοκρατία όταν και αν κολλήσει στα λασπόνερα. Να αναγνωρίσουμε και να σεβαστούμε τα όριά της.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ