Η Δέσποινα Ε. αποφοίτησε από τη Σχολή Νοσηλευτριών του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού στην Αθήνα το 1969 και από το 1970 έως το 1975 εργάστηκε ως νοσηλεύτρια στο (παλιό) Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Το μαύρο καλοκαίρι του 1974, ο Κυπριακός Ερυθρός Σταυρός (ΚΕΣ) κλήθηκε να αναλάβει ένα δύσκολο έργο με την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας στους τραυματίες και θύματα της τουρκικής εισβολής. Η κα Δέσποινα θυμάται με λεπτομέρεια τις πρώτες εκείνες ώρες.
Το ξημέρωμα της πρώτης εισβολής, 20 Ιουλίου, τη βρήκε να εργάζεται από το προηγούμενο βράδυ σε εφημερία στους πάνω ορόφους. Θυμάται πως ήταν μια περίεργα ήσυχη νύχτα, που όλοι περίμεναν πως κάτι θα γίνει. Γύρω στις 5 το πρωί, όταν άρχισε να ξημερώνει, πήγε στον διάδρομο του τρίτου ορόφου, ο οποίος έβλεπε προς βορρά, για να την χτυπήσει λίγο ο αέρας να περάσει η κούραση από το νυχτέρι. «Εκεί που κοίταγα απέναντι, είδα κάτι να πέφτει από τον ουρανό. Συνειδητοποίησα πως ήταν αλεξιπτωτιστές. Κατέβηκα τροχάδην τον τρίτο όροφο, έφτασα στις Πρώτες Βοήθειες και είπα ξέπνοα ‘ήρθαν οι Τούρκοι’. Μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα μας ήρθαν και οι πρώτοι τραυματίες», θυμάται.
Οι επόμενες μέρες κύλησαν με πολλή αδρεναλίνη και ελάχιστη ξεκούραση, αφού το νοσοκομείο δέχθηκε έναν πολύ μεγάλο όγκο περιστατικών. Κάθε χρόνο θυμάται με οδύνη εκείνες τις μέρες, τον όλμο που έπεσε στο ντεπόζιτο του νερού και διέκοψε την παροχή νερού στο νοσοκομείο, την επίσκεψη στο νεκροθάλαμο που είχε γεμίσει, τις μη αναγνωρίσιμες σορούς ανθρώπων που είχαν καεί από τις ναπάλμ της τουρκικής αεροπορίας, τις απεγνωσμένες εκκλήσεις για βοήθεια στο αεροδρόμιο Λευκωσίας όταν καταρρίφθηκε το Νοράτλας και τις εκκλήσεις στρατιωτών στη δεύτερη εισβολή να φύγουν οι γυναίκες από το νοσοκομείο, γιατί οι Τούρκοι βρίσκονταν 500 μέτρα μακριά.