Επιστήμη
Γιατί κάποιοι άνθρωποι προσφέρονται εθελοντικά να μολυνθούν με δυνητικά θανατηφόρους ιούς
Ορισμένοι επιστήμονες στρέφονται σε μια αμφιλεγόμενη προσέγγιση που περιλαμβάνει τη σκόπιμη μόλυνση εθελοντών με δυνητικά θανατηφόρους ιούς, παράσιτα και βακτήρια.
Η δοκιμή νέων θεραπειών και εμβολίων μπορεί να διαρκέσει χρόνια, αν όχι δεκαετίες, προκειμένου να συγκεντρωθούν αρκετά δεδομένα. Για αυτό και ορισμένοι επιστήμονες στρέφονται σε μια αμφιλεγόμενη προσέγγιση που περιλαμβάνει τη σκόπιμη μόλυνση εθελοντών με δυνητικά θανατηφόρους ιούς, παράσιτα και βακτήρια.
Για παράδειγμα, πριν από λίγα χρόνια, μια ομάδα νεαρών εθελοντών δέχθηκε επίθεση από κουνούπια που μεταφέρουν ένα παράσιτο το οποίο σκοτώνει περισσότερους από 600.000 ανθρώπους κάθε χρόνο. Οι εθελοντές αυτοί συμμετείχαν σε μια κλινική δοκιμή ενός νέου εμβολίου κατά της ελονοσίας, που διεξήγαγε το Ινστιτούτο Jenner του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Τα πρώτα αποτελέσματα του εμβολίου – γνωστό ως «R21» – είχαν ήδη ενθουσιάσει τους επιστήμονες.
Πώς διεξήχθη η δοκιμή
Κάθε εθελοντής οδηγήθηκε σε ένα εργαστήριο. Εκεί, πάνω σε ένα τραπέζι, υπήρχε ένα μικρό δοχείο καλυμμένο με γάζα. Στο εσωτερικό του υπήρχαν πέντε κουνούπια από τη Βόρεια Αμερική, τα οποία είχαν μολυνθεί με το παράσιτο της ελονοσίας. Ο εθελοντής τοποθετούσε το χέρι του στο δοχείο, ώστε τα κουνούπια να ξεκινήσουν να τον τσιμπούν. Καθώς τα έντομα ρουφούσαν το αίμα του πρόθυμου θύματός τους, το σάλιο που χρησιμοποιούσαν τα κουνούπια για να μην πήξει το γεύμα τους, μετέφερε το παράσιτο της ελονοσίας στην πληγή. Οι επιστήμονες ήλπιζαν ότι το εμβόλιο προσέφερε στους εθελοντές αρκετή προστασία ώστε να μην νοσήσουν.
Αυτή ήταν μια «δοκιμή ανθρώπινης πρόκλησης» – ένα πείραμα στο οποίο ένας εθελοντής εκτίθεται σκόπιμα σε μια ασθένεια. Μπορεί να ακούγεται επικίνδυνο, ίσως ακόμη και απερίσκεπτο, να εκθέτεις εν γνώσει σου ένα άτομο σε ένα παθογόνο που θα μπορούσε να προκαλέσει σοβαρή ασθένεια. Πρόκειται όμως για μια προσέγγιση που έχει γίνει δημοφιλής τις τελευταίες δεκαετίες στην ιατρική έρευνα. Και είναι μια μέθοδος που αποδίδει καρπούς, με ορισμένες αξιοσημείωτες ιατρικές νίκες.
Το εμβόλιο R21 αποδείχθηκε αργότερα ότι είναι έως και 80% αποτελεσματικό στην πρόληψη της ελονοσίας και έγινε το δεύτερο εμβόλιο κατά της νόσου στην ιστορία που συνιστά ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ). Πρόσφατα, χορηγήθηκαν οι πρώτες δόσεις του εμβολίου σε μωρά στην Ακτή Ελεφαντοστού και στο Νότιο Σουδάν – και οι δύο χώρες χάνουν χιλιάδες ανθρώπους κάθε χρόνο από την ελονοσία. Και αυτό κατέστη δυνατό, εν μέρει τουλάχιστον λένε οι επιστήμονες, χάρη στους εθελοντές.
«Τα τελευταία 20 χρόνια υπήρξε μια αξιοσημείωτη αύξηση των δοκιμών ανθρώπινης πρόκλησης», δήλωσε στο BBC ο Έντριαν Χιλ, καθηγητής εμβολιολογίας και διευθυντής του Ινστιτούτου Jenner. «Μοντέλα πρόκλησης έχουν χρησιμοποιηθεί για τα πάντα- από τη γρίπη μέχρι τον Covid-19. Αυτό ήταν πραγματικά πολύ σημαντικό» τόνισε.
Τώρα, οι επιστήμονες επιδιώκουν να μολύνουν σκόπιμα εθελοντές με όλο και περισσότερες ασθένειες – με την ελπίδα να αναπτύξουν όλο και πιο αποτελεσματικά εμβόλια και θεραπείες. Παθογόνα όπως ο Ζίκα, ο τύφος και η χολέρα έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί σε δοκιμές πρόκλησης. Άλλοι ιοί, όπως η ηπατίτιδα C, συζητούνται ως μελλοντικοί υποψήφιοι.
Αν και δεν υπάρχει κεντρικό μητρώο δοκιμών πρόκλησης, ο Χιλ εκτιμά ότι έχουν συμβάλει στην ανάπτυξη τουλάχιστον δώδεκα εμβολίων τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Μια συστηματική ανασκόπηση βρήκε 308 μελέτες πρόκλησης μεταξύ 1980 και 2021 που είχαν εκθέσει τους συμμετέχοντες σε ζωντανούς παθογόνους μικροοργανισμούς.
Γιατί ανησυχούν ορισμένοι επιστήμονες
Οι υποστηρικτές πιστεύουν ότι τα οφέλη αυτών των μελετών υπερτερούν των κινδύνων, εάν διεξάγονται υπό τις κατάλληλες συνθήκες. Ωστόσο, ορισμένες πρόσφατες δοκιμές έχουν προσκρούσει στα όρια της ιατρικής δεοντολογίας – και κορυφαίοι επιστήμονες αισθάνονται ήδη άβολα για την ταχύτητα με την οποία αναπτύσσονται τώρα τα πειράματα που κάποτε ήταν ταμπού.
Ωστόσο είναι σημαντικό να ανατρέξουμε σε μερικές από τις πιο σκοτεινές στιγμές της ιατρικής ιστορίας. Όπως για παράδειγμα, τα διαβόητα πειράματα που διεξήγαγαν Ναζί επιστήμονες οι οποίοι μόλυναν τους κρατούμενους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης με το βακτήριο της φυματίωσης και άλλους παθογόνους μικροοργανισμούς. Λιγότερο γνωστές είναι οι ενέργειες Αμερικανών γιατρών στη Γουατεμάλα, οι οποίοι στα μέσα της δεκαετίας του 1940 μόλυναν σκόπιμα 1.308 άτομα με σύφιλη και άλλα σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, αποκαλύφθηκε ότι οι γιατροί του κρατικού σχολείου Willowbrook στη Νέα Υόρκη είχαν εκθέσει περισσότερα από 50 παιδιά με ειδικές ανάγκες σε ηπατίτιδα κατά τη διάρκεια των δεκαετιών 1950 και 1960, με σκοπό τη δημιουργία εμβολίου. Μεταξύ των ιατρικών ερευνητών, το «Willowbrook» έχει γίνει συνώνυμο της κακής ερευνητικής δεοντολογίας. Αλλά τα πειράματα του Willowbrook συνέβαλαν επίσης στην ανακάλυψη ότι υπήρχαν περισσότερα από ένα παθογόνα που ευθύνονταν για την ηπατίτιδα.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και τη δεκαετία του 1970, οι επιστήμονες σε χώρες υψηλού εισοδήματος συνέταξαν κατευθυντήριες γραμμές για τις κλινικές δοκιμές θέτοντας ως πρωταρχικό μέλημα την ευημερία των εθελοντών. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι δοκιμές πρόκλησης μειώθηκαν.
Η απειλή των μελλοντικών πανδημιών θα μπορούσε να αλλάξει τα δεδομένα
Εν όψει της αυξανόμενης απειλής των πανδημιών, οι επιστήμονες στρέφονται και πάλι στις δοκιμές πρόκλησης σε ανθρώπους. Η ταχύτητα αποτελεί βασικό κίνητρο. Η ανάπτυξη ενός τυπικού εμβολίου για μια μολυσματική ασθένεια μπορεί να διαρκέσει πάνω από 10 χρόνια, με δαπάνες δεκάδων εκατομμυρίων δολαρίων, ενώ χιλιάδες -κάποιες φορές εκατομμύρια- άνθρωποι συνεχίζουν να υποφέρουν από την ασθένεια. Οι δοκιμές πρόκλησης συντομεύουν την περίοδο αναμονής, εκθέτοντας έναν εμβολιασμένο εθελοντή απευθείας σε έναν ιό.
Όταν διεξάγονται σωστά, οι δοκιμές πρόκλησης μπορούν επίσης να λειτουργήσουν ως συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης, καθώς επιτρέπουν στους ερευνητές να δοκιμάσουν το εμβόλιο σε διαφορετικούς τύπους ανθρώπων και να εντοπίσουν πιθανά προβλήματα στη χημεία ενός εμβολίου. Για παράδειγμα, το 2016, κυκλοφόρησε στις Φιλιππίνες το εμβόλιο Dengvaxia κατά του δάγκειου πυρετού, του ιού που μεταδίδεται από κουνούπια και σκοτώνει χιλιάδες ανθρώπους κάθε χρόνο. Το εμβόλιο χορηγήθηκε σε 800.000 παιδιά. Ωστόσο, οι ερευνητές εντόπισαν το εξής πρόβλημα: ενώ το εμβόλιο ήταν αποτελεσματικό στα παιδιά που είχαν ήδη νοσήσει από δάγκειο πυρετό, ήταν δυνητικά επικίνδυνο για εκείνα που δεν είχαν μολυνθεί ποτέ με τον ιό. Το 2017, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας άλλαξε τις κατευθυντήριες γραμμές του, συνιστώντας να μην χορηγείται το Dengvaxia σε άτομα που δεν έχουν μολυνθεί από τον εν λόγω ιό.
«Αυτό είναι ακριβώς το είδος της ανησυχητικής λεπτομέρειας που μια μελέτη πρόκλησης θα μπορούσε να είχε επισημάνει από νωρίς», λέει η Άντρια Κοξ, καθηγήτρια ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins στη Βαλτιμόρη. Αν το Dengvaxia είχε δοκιμαστεί πρώτα σε μια δοκιμή πρόκλησης, οι ερευνητές θα μπορούσαν να εξετάσουν πώς αλληλεπιδρούν μέσα στον οργανισμό διαφόρων ασθενών το εμβόλιο και ο ιός.
Ωστόσο ορισμένοι επιστήμονες εκτιμούν ότι οι κόκκινες γραμμές ηθικής θολώνουν μόλις αρχίσουν να χρησιμοποιούνται παθογόνα χωρίς διαθέσιμες θεραπείες, ενώ άλλοι ανησυχούν για την ταχύτητα με την οποία διεξάγονται οι δοκιμές πρόκλησης. Άλλοι επιστήμονες ανησυχούν λιγότερο.
«Ο αλτρουισμός και η επιθυμία ενός ατόμου να βοηθήσει τους άλλους είναι ένας πολύ θεμιτός λόγος για να θέλει να συμμετάσχει σε έρευνα» δηλώνει ο Άρθουρ Κάπλαν, καθηγητής βιοηθικής στην Ιατρική Σχολή Grossman του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης.
Τι ρόλο έπαιξε ο Covid-19
Όλα αυτά τα ζητήματα ήρθαν στο προσκήνιο το 2021, όταν το Imperial College του Λονδίνου ανακοίνωσε την πρώτη παγκοσμίως μελέτη πρόκλησης για τονCovid-19. Η μελέτη παρείχε πολύτιμες πληροφορίες, όπως για παράδειγμα γιατί ορισμένοι άνθρωποι δεν νοσούν με τον ιό ακόμη και όταν έχουν μολυνθεί. Τα ευρήματα της μελέτης έδειξαν ότι αυτά τα άτομα έχουν στην επένδυση της μύτης τους, μια τοπική ανοσολογική απόκριση η οποία εμποδίζει τον ιό να εισέλθει στον οργανισμό τους. Ωστόσο η μελέτη προκάλεσε αντιδράσεις, καθώς ο Covid-19 μπορεί να προκαλέσει απρόβλεπτες μακροπρόθεσμες επιπτώσεις.
Τριάντα έξι νέοι ενήλικες εκτέθηκαν στον ιό και τέθηκαν σε καραντίνα για 14 ημέρες σε νοσοκομείο του Λονδίνου. «Διαπιστώσαμε ότι ο ιός πολλαπλασιαζόταν στη μύτη και τον λαιμό τους και ότι παρέμειναν μολυσματικοί για περίπου 10 ημέρες», λέει η συν-συγγραφέας της μελέτης, Ανίκα Σινγκαναγιαγκάμ, κλινική λέκτορας στο Imperial College του Λονδίνου. Βοήθησε επίσης στην απόδειξη της ακρίβειας των δοκιμών πλευρικής ροής – των εύχρηστων τεστ Covid-19.
Όμως ο Ντάνιελ Σούλμασι, διευθυντής του Ινστιτούτου Δεοντολογίας Kennedy του Πανεπιστημίου Georgetown, πιστεύει ότι η συγκεκριμένη μελέτη του Imperial δεν πέρασε τον έλεγχο δεοντολογίας. «Δεν μάθαμε πολλά από αυτήν που δεν θα μπορούσαμε να είχαμε μάθει με άλλο τρόπο», επισημαίνει. «Ο κορωνοϊός ήταν κάτι καινούργιο. Δεν γνώριζαν πραγματικά πολλά για τις μακροπρόθεσμες συνέπειες». Επισημαίνει επίσης ότι αρκετά εμβόλια κατά του Covid-19 είχαν ήδη εγκριθεί μέχρι την έναρξη της δοκιμής – μειώνοντας την ανάγκη ανάληψης κινδύνου.
Σε γραπτή δήλωσή του, το Imperial College του Λονδίνου ανέφερε ότι το remdesivir – η αντιιική θεραπεία που μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο σοβαρής ασθένειας στους ασθενείς με Covid-19 – ήταν διαθέσιμο καθ’ όλη τη διάρκεια της μελέτης για κάθε εθελοντή που δεν αισθανόταν καλά περισσότερο από το αναμενόμενο. «Όταν η μελέτη εγκρίθηκε δεοντολογικά, βρισκόμασταν ήδη έναν χρόνο μέσα στην πανδημία», αναφέρει εκπρόσωπος του πανεπιστημίου. «Μέχρι τότε υπήρχαν πολλές πληροφορίες σχετικά με τη νόσο σε νέους υγιείς ενήλικες οι οποίοι διέτρεχαν πολύ χαμηλό κίνδυνο σοβαρής νόσου». Πρόσθεσε ότι η μελέτη «παρείχε πληθώρα δεδομένων σχετικά με τη μόλυνση με Covid-19, κάτι που δεν ήταν δυνατό με άλλους τύπους δοκιμών».
Έκτοτε, έχουν ξεκινήσει και άλλες δοκιμές πρόκλησης για τον Covid-19. Οι ερευνητές του Ινστιτούτου Jenner της Οξφόρδης στρατολογούν τώρα ασθενείς για μια δοκιμή που θα μολύνει σκόπιμα εμβολιασμένους εθελοντές με την υποπαραλλαγή Όμικρον (BA.5.). Στόχος είναι να κατανοήσουν περισσότερα για τον τρόπο με τον οποίο τα εμβόλια αλληλεπιδρούν με τις υποπαραλλαγές του ιού. Οι συμμετέχοντες θα λάβουν 4.935 λίρες Αγγλίας (6.400 δολάρια) για το χρόνο τους και τα έξοδα μετακίνησης.
Οι επιστήμονες συμφωνούν σε ένα πράγμα: είναι πιθανό να δούμε περισσότερες δοκιμές πρόκλησης στο μέλλον, όχι λιγότερες. Ο κατάλογος των παθογόνων που θα χρησιμοποιηθούν θα αυξηθεί επίσης – συμπεριλαμβανομένων ορισμένων που είναι επικίνδυνοι και μη θεραπεύσιμοι. Με τους σωστούς ελέγχους, λένε, οι δοκιμές πρόκλησης θα μπορούσαν να φέρουν ταχύτερη και καλύτερη ανάπτυξη εμβολίων για ασθένειες που ταλαιπωρούν την ανθρωπότητα εδώ και αιώνες.
Με πληροφορίες από ΕΡΤ, BBC