Οι ερευνητές σημειώνουν ότι η ισχυρή συσχέτιση που βρέθηκε είναι παρόμοια σε μέγεθος με δύο άλλους καθιερωμένους παράγοντες κινδύνου, τον διαβήτη και την κατάθλιψη. Αναφέρουν ότι δεν είναι σαφές γιατί υπάρχει αυτή η σχέση μεταξύ του διαζυγίου των γονιών και του εγκεφαλικού επεισοδίου, αλλά θεωρούν ότι θα μπορούσαν να παίζουν ρόλο τόσο βιολογικοί όσο και κοινωνικοί παράγοντες. «Από βιολογικής πλευράς, ο χωρισμός των γονέων κατά την παιδική ηλικία θα μπορούσε να οδηγήσει σε σταθερά υψηλά επίπεδα ορμονών στρες. Η βίωση αυτού του γεγονότος ως παιδί θα μπορούσε να έχει μόνιμες επιδράσεις στον αναπτυσσόμενο εγκέφαλο και στην ικανότητα του παιδιού να ανταποκρίνεται στο στρες», εξηγεί η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο, Έσμε Φούλερ- Τόμσον.
Οι ερευνητές διευκρινίζουν ότι τα συμπεράσματα ενδέχεται να μην μπορούν να γενικευτούν στις νεότερες γενιές, οι οποίες έχουν βιώσει συνολικά υψηλότερα ποσοστά διαζυγίων των γονιών τους. Επίσης, τονίζουν ότι αρκετοί παράγοντες, όπως η αρτηριακή πίεση, η χοληστερόλη, η χρήση αντισυλληπτικών, η ηλικία κατά το διαζύγιο των γονέων και οι τύποι των εγκεφαλικών επεισοδίων, δεν ήταν διαθέσιμοι στα δεδομένα. Ωστόσο, επισημαίνουν ότι τα δεδομένα τους υποστηρίζουν μια συσχέτιση μεταξύ του διαζυγίου των γονιών κατά την παιδική ηλικία και του αυξημένου κινδύνου εγκεφαλικού επεισοδίου.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ