Τα ξημερώματα του περασμένου Σαββάτου ο 35χρονος Bassem Adeeb Gamil Takla, η 33χρονη σύζυγός του Μαρία Γεωργίου και τα τρία ανήλικα παιδιά τους, ηλικίας 2, 3 και 7 ετών, κάηκαν ζωντανοί μετά τη φωτιά που ξέσπασε στο –πρόχειρα, όπως αποδείχτηκε, κατασκευασμένο– διαμέρισμα όπου διέμεναν. Η τραγωδία δεν σημειώθηκε σε μια τριτοκοσμική πόλη, αλλά στην πόλη της Λεμεσού, η οποία, κατά τα άλλα, ευημερεί και αναπτύσσεται, προσελκύοντας εύπορους, ξένους αγοραστές – αυτό τουλάχιστον δεικνύουν οι αριθμοί. Η τραγωδία έλαβε χώρα σε μια πόλη γεμάτη success stories που φιγουράρουν επιδεικτικά –και σχεδόν προκλητικά– σε πρωτοσέλιδα ή billboards. Σε μια πόλη, στην οποία ο οικοδομικός οργασμός είναι έντονος με πύργους και άλλα μεγαλεπήβολα έργα να ξεφυτρώνουν σε κάθε γωνιά της.
Ο Bassem και η Μαρία, όμως, δεν διέμεναν σε κάποιον από αυτούς τους πύργους. Είχαν την «ατυχία» να διαμένουν σε ένα φτωχικό διαμέρισμα μαζί με τα τρία παιδιά τους, στην παραμελημένη και υποβαθμισμένη περιοχή του Αγίου Νικολάου, την οποία κρύβει με περισσή επιμέλεια η φανταχτερή πολυτέλεια των πύργων που παρατάσσονται κατά μήκος της.
Ο Bassem, η Μαρία και τα τρία παιδιά τους διέμεναν σε μια από εκείνες τις πολυκατοικίες που, δίπλα στους πύργους των εκατομμυρίων, φανερώνουν τη δυστοπική –ας μας επιτραπεί ο όρος– εικόνα μιας πόλης δύο ταχυτήτων. Μιας πόλης που ενσαρκώνει το σύγχρονο, αστικό όραμα, το οποίο, όμως, ευνοεί μόνο τους πλουσίους ή αυτούς που μπορούν να μένουν στα πανάκριβα –και ως εκ τούτου απλησίαστα για τους «κοινούς θνητούς»– διαμερίσματά της.
Ο Bassem, η Μαρία και τα τρία παιδιά τους δεν είναι απλώς πέντε νεκροί μιας πυρκαγιάς. Είναι τα θύματα ενός κράτους όπου η κοινωνική πρόνοια αποτελεί ψιλά γράμματα στα συμβόλαια εκατομμυρίων που καθημερινά υπογράφει. Είναι τα θύματα ενός κράτους που σπεύδει (μονίμως) εκ των υστέρων να αναλαμβάνει δράση, να συλλυπείται και να επιρρίπτει ευθύνες – σπανίως να αναλαμβάνει το ίδιο την όποια ευθύνη.
Η τραγωδία που σημειώθηκε τα ξημερώματα του Σαββάτου στην Κύπρο (μας) είναι άλλη μια υπενθύμιση του πώς η ευημερία σε μια πόλη μπορεί να είναι τόσο επιλεκτική ώστε να οδηγεί στον θάνατο τους λιγότερο «προνομιούχους» ανθρώπους της.
Σε αυτήν την περίπτωση η τραγωδία ήταν μεγαλύτερη γιατί ο θάνατος ήταν θάνατος χωρίς εισαγωγικά. Ωστόσο, ας μην ξεχνάμε πως στην πόλη εκτυλίσσονται καθημερινά συμβάντα που μάς υπενθυμίζουν ότι η φτώχεια μπορεί να αποτελέσει τη χειρότερη μορφή βίας, σκοτώνοντας, κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Κατά τα άλλα, η Λεμεσός, την επαύριον της τραγωδίας, ετοιμάζεται για το καρναβάλι της. Και η ζωή –όσων έχουν την τύχη να ζουν ακόμη– συνεχίζεται στους κανονικούς της ρυθμούς – ή σε ρυθμούς κετελαπόνγκο.
Η Λεμεσός με τις ωραίες παραλίες, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές.
Η Λεμεσός των (εύπορων) Λεμεσιανών της.