Άνδρας αθωώθηκε μετά από 38 χρόνια φυλακής για φόνο που δεν διέπραξε

Η υπόθεση θεωρείται πλέον ένα από τα μεγαλύτερα γνωστά λάθη της βρετανικής δικαιοσύνης.

Article featured image
Article featured image

Έπειτα από σχεδόν τέσσερις δεκαετίες εγκλεισμού, ο Πίτερ Σάλιβαν αθωώθηκε από το Εφετείο του Λονδίνου για τον φόνο της 21χρονης Νταϊάν Σίνταλ, έγκλημα που είχε διαπραχθεί το 1986 στο Μέρσεϊσαϊντ.

Από το 1987 μέχρι σήμερα, ο 68χρονος άνδρας εξέτιε ποινή για έναν φόνο που δεν είχε διαπράξει και θεωρείται πλέον ένα από τα μεγαλύτερα γνωστά λάθη της βρετανικής δικαιοσύνης.

Η Σίνταλ, που εργαζόταν ως μπαργούμαν, είχε βρεθεί νεκρή στο Μπέμπινγκτον τον Αύγουστο του 1986. Ο Σάλιβαν συνελήφθη έναν μήνα αργότερα και καταδικάστηκε σε ισόβια, με ελάχιστο χρόνο έκτισης τα 16 έτη. Ωστόσο παρέμεινε στη φυλακή επί 38 χρόνια.


Η πρώτη του προσπάθεια να ανατρέψει την καταδίκη του έγινε το 2008, χωρίς αποτέλεσμα. Το 2019, απέτυχε και η προσωπική του προσφυγή. Μόλις το 2021 η Επιτροπή Αναθεώρησης Ποινικών Υποθέσεων (CCRC) δέχθηκε να εξετάσει ξανά την υπόθεση, όταν νεότερη ανάλυση DNA από τον τόπο του εγκλήματος έδειξε πως το γενετικό υλικό δεν ανήκε στον Σάλιβαν.

Την Τρίτη, στο Εφετείο του Λονδίνου, οι δικηγόροι του παρουσίασαν τα νέα στοιχεία, υποστηρίζοντας ότι αποδεικνύουν πως ο Σάλιβαν δεν ήταν ο δράστης. Οι εκπρόσωποι της Εισαγγελίας παραδέχθηκαν ότι δεν υπάρχει «καμία αξιόπιστη βάση» για να αντιταχθούν στην αθώωσή του, καθώς τα ευρήματα DNA «υπονομεύουν θεμελιωδώς» την αρχική απόφαση.

Ο δικαστής Χόλροϊντ, μαζί με τους δικαστές Γκος και Μπράιαν, ακύρωσε την καταδίκη, δηλώνοντας πως ήταν «αναγκαίο και δίκαιο» να γίνει αποδεκτό το νέο αποδεικτικό υλικό. «Υπό το φως των στοιχείων αυτών, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί η καταδίκη ασφαλής», τόνισε χαρακτηριστικά.

Ο Σάλιβαν δάκρυσε όταν έμαθε για την αθωόσή του

Ο Σάλιβαν, που παρακολούθησε τη συνεδρίαση μέσω βιντεοκλήσης από τη φυλακή του Γουέικφιλντ, λύγισε όταν άκουσε την απόφαση. Έσκυψε το κεφάλι, σταύρωσε τα χέρια και φάνηκε να βάζει το χέρι στο στόμα του δακρυσμένος. Μέλος της οικογένειάς του που ήταν παρόν στο ακροατήριο ξέσπασε επίσης σε κλάματα.

Η αστυνομία του Μέρσεϊσαϊντ αναγνώρισε, με ανακοίνωσή της μετά την απόφαση, ότι κατά την αρχική έρευνα δεν υπήρχε πρόσβαση στα σημερινά δεδομένα DNA. Η επικεφαλής αξιωματικός Καρέν Τζόντριλ δήλωσε πως οι αρχές «έχουν δεσμευθεί να κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους» για να ταυτοποιηθεί το άτομο στο οποίο ανήκει το γενετικό υλικό που βρέθηκε στον τόπο του εγκλήματος.

«Οι σκέψεις μας παραμένουν με την οικογένεια και τους φίλους της Νταϊάν Σίνταλ, που εξακολουθούν να πενθούν και τώρα καλούνται να διαχειριστούν τις επιπτώσεις αυτής της νέας εξέλιξης», ανέφερε. Σύμφωνα με την αστυνομία, το DNA δεν ταιριάζει με κανένα πρόσωπο από το οικογενειακό περιβάλλον της Νταϊάν, ούτε με τον αρραβωνιαστικό της. Θεωρείται «κρίσιμο στοιχείο» που ενδέχεται να συνδέει άμεσα τον δράστη με το σημείο του εγκλήματος.

Η αστυνομία έχει ζητήσει τη συνδρομή της Εθνικής Υπηρεσίας Εγκλήματος και πραγματοποιεί εκτενείς έρευνες για την ταυτοποίηση του γενετικού προφίλ, που δεν έχει βρεθεί στη βρετανική εθνική βάση δεδομένων DNA.

«Η δολοφονία της Νταϊάν είχε συγκλονίσει το Μπίρκενχεντ τότε, και απευθύνω έκκληση σε οποιονδήποτε γνωρίζει ή υποπτεύεται κάτι για την υπόθεση, όσος καιρός κι αν έχει περάσει, να έρθει σε επαφή με τις αρχές», δήλωσε η Τζόντριλ. «Πιστεύουμε ότι υπάρχουν άνθρωποι που ξέρουν κάτι και ότι αυτή η πληροφορία μπορεί να είναι το κλειδί για να βρεθεί ο πραγματικός ένοχος.»

Με πληροφορίες από Guardian/Lifo

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ