Έχω Θέμα
Βία, καβγάδες και βανδαλισμοί: Γιατί έχει ξεφύγει η κατάσταση με τη νεανική παραβατικότητα;
Εδώ και καιρό η νεανική παραβατικότητα απασχολεί και προβληματίζει την κοινωνία μας. Θέσαμε κάποια ερωτήματα στην Κλινική και Σχολική Ψυχολόγο, Δρ Ιφιγένεια Στυλιανού, ώστε να εξετάσουμε από μία επιστημονική σκοπιά τα πραγματικά αίτια που οδηγούν τους νέους να αναπτύσσουν βίαιες ή παραβατικές συμπεριφορές.


«Ανήλικοι έβαλαν φωτιά σε κάδους». «Καταστροφές σε σχολική περιουσία από ανήλικους». «Ξυλοδαρμός συνομηλίκου για τον έλεγχο ενός πάρκου». Οι τίτλοι αυτοί, που προέρχονται από πρόσφατα περιστατικά του αστυνομικού ρεπορτάζ, έχουν ένα κοινό στοιχείο: ότι οι δράστες είναι παιδιά.
Η νεανική παραβατικότητα δεν αποτελεί πια απλά ένα φαινόμενο. Αντίθετα, παρουσιάζει ανησυχητική αύξηση και απασχολεί έντονα την Πολιτεία, η οποία αναζητά τρόπους εξάλειψης των περιστατικών, πολλές φορές με αποφάσεις που δεν φέρνουν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Μήπως εστιάζουμε αλλού και δεν βλέπουμε τα πραγματικά αίτια;
Ποιες είναι οι βαθύτερες αιτίες που οδηγούν έναν νέο σε βίαιες ή παραβατικές συμπεριφορές; Πώς διαμορφώνεται η ψυχοσύνθεση των εφήβων λόγω της καθημερινής και πολύωρης έκθεσής τους στα social media; Ποιος είναι ο ρόλος της Πολιτείας, της οικογένειας και του σχολείου στην πρόληψη και τη διαχείριση του φαινομένου;
Τα σημαντικά αυτά ερωτήματα θέσαμε στην Κλινική και Σχολική Ψυχολόγο, Δρα Ιφιγένεια Στυλιανού, σε μια προσπάθεια να κατανοήσουμε κυρίως τις αιτίες που κρύβονται πίσω από αυτές τις συμπεριφορές. Η ίδια θέτει έναν επιπλέον προβληματισμό: τελικά πόσο καλά πρότυπα είμαστε εμείς οι ενήλικες για τα παιδιά και τους εφήβους μας; Μήπως η αύξηση της νεανικής παραβατικότητας δεν είναι το ίδιο το πρόβλημα, αλλά το αποτέλεσμα; Το αποτέλεσμα μιας κοινωνίας που, μέσα από την ανασφάλεια, την επιφανειακότητα και τον αποπροσανατολισμό της, δυσκολεύεται να προσφέρει σταθερότητα, αξίες και νόημα στους νέους της.
Το τελευταίο διάστημα παρακολουθούμε να σημειώνονται σοβαρά περιστατικά βίας ανάμεσα σε νεαρά πρόσωπα ή με πρωταγωνιστές ανήλικους. Πώς εξηγείται αυτή η συνεχής αύξηση των περιστατικών;
Η αύξηση των περιστατικών βίας μεταξύ ανηλίκων αποτελεί ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο, που δεν μπορεί να εξηγηθεί μονοδιάστατα. Πέρα από τις ήδη αναγνωρισμένες αιτίες, όπως η κοινωνικοοικονομική ανασφάλεια, η αποδυνάμωση των οικογενειακών και σχολικών δεσμών, και η έκθεση σε αρνητικά πρότυπα μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, παρατηρούμε ότι οι σύγχρονες κοινωνικές συνθήκες έχουν μεταβάλει σημαντικά το πλαίσιο μέσα στο οποίο μεγαλώνουν τα παιδιά και οι έφηβοι. Συγκεκριμένα, η ευκολία πρόσβασης σε πληθώρα πληροφοριών και η αυξημένη ελευθερία που απολαμβάνουν οι νέοι, χωρίς την αντίστοιχη καθοδήγηση και οριοθέτηση από τους γονείς, ενδέχεται να οδηγήσουν σε σύγχυση και ανασφάλεια. Οι γονείς, συχνά αντιμετωπίζοντας τις δικές τους προκλήσεις και υποχρεώσεις, ενδέχεται να δυσκολεύονται να παρέχουν σταθερά όρια και να καθοδηγήσουν αποτελεσματικά τα παιδιά τους. Αυτό το κενό καθοδήγησης μπορεί να ενισχύσει την τάση των νέων να αναζητούν απαντήσεις και ταυτότητα μέσα από συμπεριφορές που αποκλίνουν από τα κοινωνικά αποδεκτά πρότυπα. Επιπλέον, η συνεχής έκθεση σε βίαιο περιεχόμενο μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης έχει καταστεί σχεδόν κανονικότητα για τους εφήβους. Έρευνες δείχνουν ότι το 70% των εφήβων έχουν εκτεθεί σε πραγματικά περιστατικά βίας στο διαδίκτυο τους τελευταίους 12 μήνες, με το 56% να έχει δει βίντεο με καβγάδες μεταξύ νέων. Αυτή η έκθεση μπορεί να οδηγήσει σε απευαισθητοποίηση και να ενισχύσει την αντίληψη ότι η βία είναι αποδεκτή ή ακόμη και επιθυμητή συμπεριφορά.
Εξηγήστε μας λίγο περισσότερο πώς επηρεάζουν τα social media, αλλά και ο τρόπος που έχει διαμορφωθεί η κουλτούρα της εποχής μας τους νέους;
Τα social media έχουν μεταμορφώσει ριζικά τον τρόπο με τον οποίο οι νέοι αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους και τον κόσμο γύρω τους. Η συνεχής έκθεση σε πρότυπα επίδειξης, υπερκατανάλωσης και άμεσης ικανοποίησης ενισχύει την ανάγκη για αποδοχή και επιτυχία με κάθε κόστος. Σε αυτό το πλαίσιο, η βία ή η προκλητικότητα μπορεί να λειτουργούν ως μέσα αναγνώρισης ή επιβολής. Η κουλτούρα της εποχής, εμποτισμένη από την ταχύτητα και την επιφάνεια, περιορίζει τη δυνατότητα ουσιαστικής επεξεργασίας συναισθημάτων και σχέσεων. Από την άλλη πλευρά, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορούν να λειτουργήσουν και ως ισχυρά εργαλεία ενδυνάμωσης των νέων. Μέσα από την πρόσβαση σε ποικιλία ιδεών, κοινωνικών κινημάτων και δημιουργικών κοινοτήτων, οι έφηβοι έχουν τη δυνατότητα να αναπτύξουν κριτική σκέψη, να εκφράσουν τη φωνή τους και να δημιουργήσουν δίκτυα υποστήριξης πέρα από γεωγραφικά ή κοινωνικά όρια. Τα social media, όταν χρησιμοποιούνται με καθοδήγηση και επίγνωση, μπορούν να ενισχύσουν την κοινωνική συμμετοχή, την αυτοαντίληψη και την αίσθηση του ανήκειν σε έναν ευρύτερο κόσμο.
Η παραβατική πσυμπεριφορά δικαιολογείται, εν μέρει, λόγω και του νεαρού της ηλικίας;
Η παραβατική ή αντικοινωνική συμπεριφορά των παιδιών δεν αποτελεί απαραίτητα ένδειξη «κακής φύσης» ή έμφυτης παρεκκλίνουσας τάσης, αλλά συχνά συνιστά μια αναπτυξιακή έκφραση εσωτερικών συγκρούσεων και αναζήτησης ταυτότητας. Το νεαρό της ηλικίας χαρακτηρίζεται από έντονη συναισθηματικότητα, ανάγκη για επιβεβαίωση και ατελή ανάπτυξη των μηχανισμών αυτορρύθμισης. Είναι κρίσιμο να αναγνωρίσουμε ότι πίσω από τέτοιες συμπεριφορές βρίσκεται ένα παιδί που διεκδικεί αποδοχή, κατανόηση και καθοδήγηση, και όχι κάποιον που πρέπει να στιγματίσουμε ή να απορρίψουμε.
Οι γονείς χρειάζεται να προσαρμόζουν τη στάση τους, παραμένοντας διακριτικά παρόντες… όχι ελεγκτικοί, αλλά εποπτικοί, όχι αυταρχικοί, αλλά καθοδηγητικοί.
Κατά τη γνώμη σας, ποιοι είναι οι βασικοί παράγοντες που οδηγούν τους νέους σε παραβατικές ή βίαιες συμπεριφορές;
Κατά την επιστημονική άποψη, η παραβατικότητα στους νέους προκύπτει από έναν συνδυασμό ατομικών, οικογενειακών, σχολικών και κοινωνικών παραγόντων. Οικογενειακά πρότυπα με έλλειψη σταθερότητας ή συναισθηματικής διαθεσιμότητας, σχολικά περιβάλλοντα που αδυνατούν να στηρίξουν τη διαφορετικότητα, δυναμικές συνομηλίκων που προάγουν αντικοινωνικές συμπεριφορές, αλλά και κοινωνικοοικονομικές πιέσεις, όλα συμβάλλουν στη δημιουργία ευαλωτότητας. Σημαντικό ρόλο παίζουν επίσης προσωπικά χαρακτηριστικά, όπως η παρορμητικότητα ή η δυσκολία ρύθμισης των συναισθημάτων.
Είναι κρίσιμο να αναγνωρίσουμε ότι πίσω από τέτοιες συμπεριφορές βρίσκεται ένα παιδί που διεκδικεί αποδοχή, κατανόηση και καθοδήγηση, και όχι κάποιον που πρέπει να στιγματίσουμε ή να απορρίψουμε.
Με ποιους τρόπους το σχολικό σύστημα και οι γονείς μπορούν να προστατεύσουν τα παιδιά και τους εφήβους από την παραβατικότητα;
Η πρόληψη της εφηβικής παραβατικότητας απαιτεί μια συντονισμένη προσέγγιση από το σχολείο και την οικογένεια, βασισμένη σε επιστημονικά τεκμηριωμένες πρακτικές. Οι γονείς διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο μέσω της υιοθέτησης ενός αυθεντικού γονεϊκού στυλ, που συνδυάζει τη στοργή με σαφή όρια. Έρευνες δείχνουν ότι η ενίσχυση της επικοινωνίας και της εμπιστοσύνης μεταξύ γονέα και εφήβου, καθώς και η ενεργή παρακολούθηση των δραστηριοτήτων του παιδιού, συμβάλλουν στη μείωση της παραβατικής συμπεριφοράς. Στο σχολικό περιβάλλον, η δημιουργία ενός θετικού και υποστηρικτικού κλίματος είναι θεμελιώδης. Προγράμματα που προάγουν τις κοινωνικές δεξιότητες και τις δεξιότητες ρύθμισης των συναισθημάτων, έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικά στην ενίσχυση των δεξιοτήτων αυτορρύθμισης και στην πρόληψη της βίας. Επιπλέον, η εφαρμογή προγραμμάτων διαχείρισης συγκρούσεων και διαμεσολάβησης από συνομηλίκους ενισχύει την ικανότητα των μαθητών να επιλύουν διαφορές ειρηνικά. Η παρουσία διαθέσιμων και υποστηρικτικών ενηλίκων στο σχολείο, όπως υπεύθυνοι εκπαιδευτικοί, ψυχολόγοι και σύμβουλοι, παρέχει στους μαθητές ασφαλή χώρο για να εκφράσουν τις ανησυχίες τους χωρίς φόβο απόρριψης. Επιπρόσθετα, η ενεργή συμμετοχή των μαθητών στη σχολική κοινότητα, μέσω δραστηριοτήτων και προγραμμάτων, ενισχύει το αίσθημα του ανήκειν και μειώνει την πιθανότητα εμπλοκής σε παραβατικές συμπεριφορές.
Πώς μπορεί να αναπτυχθεί σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στους γονείς και το παιδί;
Η εφηβεία αποτελεί μια κρίσιμη αναπτυξιακή περίοδο, κατά την οποία οι νέοι αναζητούν την αυτονομία τους και προσπαθούν να διαμορφώσουν την προσωπική τους ταυτότητα. Είναι απόλυτα φυσιολογικό οι έφηβοι να απομακρύνονται συναισθηματικά από τους γονείς τους, να αμφισβητούν τα όρια και να αναζητούν περισσότερο την επιρροή των συνομηλίκων.
Ωστόσο, μια σχέση εμπιστοσύνης δεν χτίζεται στην εφηβεία, οικοδομείται ήδη από την παιδική ηλικία μέσα από τη σταθερότητα, την αποδοχή και την ανοιχτή επικοινωνία. Καθώς το παιδί μεγαλώνει, οι γονείς χρειάζεται να προσαρμόζουν τη στάση τους, παραμένοντας διακριτικά παρόντες… όχι ελεγκτικοί, αλλά εποπτικοί, όχι αυταρχικοί, αλλά καθοδηγητικοί.
Η δημιουργία ασφαλούς συναισθηματικού περιβάλλοντος, όπου ο έφηβος νιώθει ότι μπορεί να εκφράσει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του χωρίς να ακυρωθεί ή να στιγματιστεί, είναι κεντρικής σημασίας. Οι γονείς καλούνται να είναι διαθέσιμοι να ακούσουν, να διατηρούν συνεπή αλλά ευέλικτα όρια και να αποδέχονται τη σταδιακή διαφοροποίηση του παιδιού τους χωρίς να τη βιώνουν ως απειλή ή απόρριψη. Γονείς που συνδυάζουν υψηλή συναισθηματική υποστήριξη με σαφείς προσδοκίες και σταθερές αξίες αναπτύσσουν ισχυρότερους δεσμούς εμπιστοσύνης με τους εφήβους τους. Η εμπιστοσύνη οικοδομείται μέσα από τη συνέπεια, τη διαθεσιμότητα και την ενσυναίσθηση και λειτουργεί ως προστατευτικός παράγοντας απέναντι σε παραβατικές ή επικίνδυνες συμπεριφορές.
Οι γονείς, συχνά αντιμετωπίζοντας τις δικές τους προκλήσεις και υποχρεώσεις, ενδέχεται να δυσκολεύονται να παρέχουν σταθερά όρια και να καθοδηγήσουν αποτελεσματικά τα παιδιά τους.
Ο ρόλος της Πολιτείας στις προσπάθειες για μείωση της νεανικής παραβατικότητας πόσο σημαντικός είναι; Ποια μέτρα πρέπει να θεσμοθετηθούν ώστε να υπάρξει έλεγχος;
Ο ρόλος της Πολιτείας στη μείωση της νεανικής παραβατικότητας είναι καθοριστικός και πολυεπίπεδος. Η διεθνής επιστημονική βιβλιογραφία υπογραμμίζει ότι η επένδυση σε δράσεις πρόληψης σε επίπεδο κοινότητας και η προώθηση της αποκαταστατικής δικαιοσύνηςαποτελούν στρατηγικές με σημαντική αποτελεσματικότητα στη μείωση της νεανικής εγκληματικότητας και, κυρίως, της επαναπαραβατικότητας. Η Πολιτεία χρειάζεται να θεσμοθετήσει μέτρα που να ενισχύουν την πρωτογενή πρόληψη: τη δημιουργία προσβάσιμων κέντρων υποστήριξης νέων, την ανάπτυξη κοινοτικών δραστηριοτήτων που προάγουν την κοινωνική ένταξη και την προσωπική ενδυνάμωση, καθώς και προγράμματα εκπαίδευσης στις κοινωνικές και συναισθηματικές δεξιότητες. Παράλληλα, είναι κρίσιμη η θεσμοθέτηση μηχανισμών αποκαταστατικής δικαιοσύνης, όπως η διαμεσολάβηση μεταξύ θύματος και δράστη, οι εναλλακτικές ποινές μέσω κοινοτικής εργασίας και η καθοδήγηση των νέων από θετικά πρότυπα (mentoring), με σκοπό την κατανόηση και ανάληψη της ευθύνης, την αποκατάσταση των σχέσεων και την επανένταξη του νέου στην κοινότητα, μειώνοντας έτσι τις πιθανότητες επαναλαμβανόμενων παραβατικών συμπεριφορών.
Κλείνοντας, ίσως χρειάζεται να αναρωτηθούμε: τελικά πόσο καλά πρότυπα είμαστε εμείς οι ενήλικες για τα παιδιά και τους εφήβους μας; Μήπως η αύξηση της νεανικής παραβατικότητας δεν είναι το ίδιο το πρόβλημα, αλλά το αποτέλεσμα; Το αποτέλεσμα μιας κοινωνίας που, μέσα από την ανασφάλεια, την επιφανειακότητα και τον αποπροσανατολισμό της, δυσκολεύεται να προσφέρει σταθερότητα, αξίες και νόημα στους νέους της.
