Κύπρος
Ψηφίστηκε χθες το βράδυ το (αμφιλεγόμενο) νομοσχέδιο για τις διαδηλώσεις
Εν μέσω αντεγκλήσεων και έντασης.


Η Ολομέλεια εν μέσω αντεγκλήσεων και έντασης ψήφισε τη νομοθεσία για τις δημόσιες συγκεντρώσεις και παρελάσεις, ενώ έξω από τη Βουλή διεξαγόταν διαμαρτυρία κατά της ψήφισης του νομοσχεδίου.
Υπέρ ψήφισαν ο ΔΗΣΥ, το ΔΗΚΟ, η ΕΔΕΚ, η ΔΗΠΑ και το ΕΛΑΜ (σύνολο 26 ψήφοι υπέρ). Εναντίον τάχθηκαν το ΑΚΕΛ, οι Οικολόγοι, ο Κωστής Ευσταθίου και ο Ανδρέας Θεμιστοκλέους (σύνολο 17 ψήφοι εναντίον).
Παράλληλα, απορρίφθηκαν τροπολογίες που κατέθεσε το ΑΚΕΛ.
Τι προνοεί η νέα νομοθεσία
Το νομοσχέδιο προβλέπει τη διασφάλιση της άσκησης του δικαιώματος του συνέρχεσθαι ειρηνικώς, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 21 του Συντάγματος, μέσω του καθορισμού συνταγματικά επιτρεπόμενων ρυθμίσεων. Στο ν/σ προστέθηκε ο όρος «έκτακτη συγκέντρωση», η οποία πραγματοποιείται ένεκα απρόβλεπτου, τρέχοντος ή επικείμενου γεγονότος, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η τήρηση των διατάξεων που αφορούν την ειδοποίηση από τον διοργανωτή προς τον Αρχηγό Αστυνομίας και την οικεία αρχή τοπικής διοίκησης.
Προστίθεται επίσης διευκρίνιση αν η παρέλαση διεξάγεται προς τιμήν μίας εθνικής επετείου ή άλλου σημαντικού γεγονότος.
Τροποποιήθηκε επίσης η πρόνοια που προβλέπει τη δυνατότητα της Αστυνομίας να διατάσσει πρόσωπο να αφαιρεί ή να απομακρύνει το αντικείμενο ή προϊόν ή τέχνασμα που αποκρύπτει ή καλύπτει την ταυτότητα ή αλλοιώνει τα χαρακτηριστικά του, με τρόπο που να μην μπορεί να αναγνωριστεί, ώστε να διευκρινίζεται ότι αυτό επιτρέπεται, όταν υπάρχει εύλογη υποψία ότι η συγκέντρωση ή παρέλαση πρόκειται να καταστεί μη ειρηνική, λόγω πράξης προσώπου ή ότι διαπράττεται ή πρόκειται να διαπραχθεί αδίκημα στην περιοχή της συγκέντρωσης ή παρέλασης από πρόσωπο που συμμετέχει σε αυτήν.
Παράλληλα διαγράφεται το αδίκημα που προβλέπει ότι πρόσωπο είναι ένοχο αδικήματος, εάν μετά την κοινοποίηση απόφασης διάλυσης μίας συγκέντρωσης ή παρέλασης αυτό βρίσκεται στην περιοχή αυτής και καλύπτει ή αποκρύπτει την ταυτότητά του ή αλλοιώνει τα χαρακτηριστικά του, ώστε να μην είναι αναγνωρίσιμο.
Το ν/σ προβλέπει παράλληλα την αύξηση του ανώτατου ορίου της προβλεπόμενης χρηματικής ποινής από 4,000 ευρώ σε 10,000 του αδικήματος που αφορά την προτροπή προσώπου σε χρήση βίας ή τη διάπραξη πράξεων βίας με σκοπό την αλλοίωση του ειρηνικού χαρακτήρα της παρέλασης ή συγκέντρωσης.
Αυξάνεται και το ανώτατο όριο της προβλεπόμενης χρηματικής ποινής του αδικήματος που αφορά την περίπτωση που υπάρχει εύλογη υποψία ότι η συγκέντρωση ή η παρέλαση πρόκειται να καταστεί μη ειρηνική και πρόσωπο αρνείται χωρίς εύλογη αιτία να αφαιρέσει αντικείμενο ή προϊόν ή τέχνασμα ή καλύπτει ή αποκρύπτει με οποιονδήποτε τρόπο την ταυτότητά του ή αλλοιώνει τα χαρακτηριστικά του, ώστε να μην μπορεί να αναγνωριστεί, από τρεις χιλιάδες ευρώ σε πέντε χιλιάδες.
Τροποποιείται και το προβλεπόμενο αδίκημα της άρνησης χωρίς εύλογη αιτία αφαίρεσης ή απομάκρυνσης αντικειμένου ή προϊόντος ή τεχνάσματος το οποίο καλύπτει ή αποκρύπτει ή αλλοιώνει τα χαρακτηριστικά προσώπου κατά παράβαση της διαταγής της Αστυνομίας, ώστε αυτό να αφορά οποιοδήποτε πρόσωπο στο πλαίσιο της συγκέντρωσης ή παρέλασης και όχι μόνο συμμετέχοντες σε αυτήν, νοουμένου ότι συντρέχει και η προϋπόθεση ότι το εν λόγω πρόσωπο προβαίνει σε πράξεις που ενδέχεται να καταστήσουν τη συγκέντρωση ή την παρέλαση μη ειρηνική ή να οδηγήσουν στη διάπραξη αδικήματος.
Οι ρυθμίσεις προβλέπουν τη διαδικασία ειδοποίησης του διοργανωτή δημόσιας συγκέντρωσης ή παρέλασης πριν από την πραγματοποίηση αυτής, χωρίς ωστόσο η ειδοποίηση να καθίσταται υποχρεωτική και καθορισμό υπεύθυνου αξιωματικού της Αστυνομίας, ως συνδέσμου της Αστυνομίας με τον διοργανωτή της συγκέντρωσης ή της παρέλασης.
Ρυθμίζεται η δυνατότητα του Αρχηγού Αστυνομίας να επιβάλλει περιορισμούς σε σχέση με συγκέντρωση ή παρέλαση, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις και βάσει προκαθορισμένης διαδικασίας και ρυθμίζονται και οι περιπτώσεις που ο Αρχηγός δύναται να αποφασίσει τη διάλυση συγκέντρωσης ή παρέλασης και της σχετικής διαδικασίας που πρέπει να προηγηθεί της απόφασης.
Η συζήτηση και ψήφιση έγινε ενώ έξω από τη Βουλή διεξάγετο διαμαρτυρία κατά της ψήφισης του ν/σ.
Αντιδράσεις βουλευτών
Ο Βουλευτής Λευκωσίας Κωστής Ευσταθίου ανέφερε ότι το ν/σ καταπατεί ανθρώπινα δικαιώματα, προσθέτοντας ότι σωστά λέχθηκε ότι αν μας απασχολεί το ζήτημα της κουκούλας σε ποδοσφαιρικούς αγώνες, τότε να το ρυθμίσουμε εκεί.
Ο Βουλευτής των Οικολόγων Χαράλαμπος Θεοπέμπτου ανέφερε ότι το ν/σ έχει πολλά προβλήματα που δεν διορθώνονται. Ανέφερε ότι με την αύξηση της ακροδεξιάς στη Βουλή, τον φοβίζει τι θα γίνει στο μέλλον.
Ο Βουλευτής του ΑΚΕΛ, Άριστος Δαμιανού, ανέφερε ότι το ν/σ προνοεί ότι 20 άτομα θεωρούνται διαδήλωση και μπορεί να διακόπτεται και να διαλύεται, πρέπει να ενημερώνει ο διοργανωτής επτά μέρες πριν, πότε θα αρχίσει και πότε θα ολοκληρωθεί και τι πλακάτ θα κρατούν οι συμμετέχοντες.
Διερωτήθηκε «αν όσοι τάσσονται υπέρ καταλαβαίνουν τι ψηφίζουν» και αν τα όσα προνοούνται είναι σύμφωνα με το Σύνταγμα. Διερωτήθηκε επίσης τι σχέση έχει το ν/σ και τα όσα λέγονται, με τα πογκρόμ της Χλώρακας και της Λεμεσού.
Ο κ. Δαμιανού χαρακτήρισε το ν/σ «έκτρωμα» και είπε ότι το ΑΚΕΛ δεν θα σταματήσει να βγαίνει στους δρόμους γιατί δεν έχει τίποτα να φοβηθεί και δεν φορά κουκούλες. Αναφέρθηκε σε εκτεταμένη νομολογία του ΕΔΑΔ για ομαλή άσκηση του συνταγματικού δικαιώματος της διαμαρτυρίας.
Ο Βουλευτής του ΑΚΕΛ, Ανδρέας Πασιουρτίδης ανέφερε ότι το ν/σ, με την υποκειμενική κρίση ενός ατόμου, απαγορεύει συγκέντρωση και οδηγεί σε σύλληψη προσώπων. Μίλησε για συντονισμένη προσπάθεια επιβολής σιωπής και διερωτήθηκε γιατί κανείς δεν αντιδρά. Ανέφερε επίσης ότι η Αστυνομία θέλει να κάνει εύκολη τη δουλειά της, με το να περιορίσει τις συγκεντρώσεις.
Ο Βουλευτής του ΑΚΕΛ Γιώργος Κουκουμάς επεξήγησε τις τροπολογίες του κόμματός του. Ανέφερε ότι η συζήτηση δεν γίνεται σε κενό αέρος θυμίζοντας ότι «αυτή την ώρα που μιλάμε», άνθρωποι διώκονται γιατί ύψωσαν πανό στην παρέλαση της 1ης Οκτωβρίου. Ανέφερε ότι το κόμμα του είναι καχύποπτο και διερωτήθηκε αν σε άλλη χώρα του κόσμου πρέπει να ενημερώνει ο διοργανωτής επτά μέρες πριν και αν μπορεί Αστυνομικός να συλλαμβάνει άτομο γιατί υποψιάζεται ότι θα διαπράξει αδίκημα.