«Η ενασχόλησή μου με τη κουζίνα ήταν κεραυνοβόλος έρωτας»

Όταν λάβαμε το βιβλίο «Cyprus: Final Tastynation» στα γραφεία μας, δεν μπορούσαμε παρά να δώσουμε έμφαση στον φρέσκο του χαρακτήρα και το καλόγουστο υλικό που φιλοξενούσε στις σελίδες του. Το διπλό του δε εξώφυλλο, με τον τίτλο «Σάιπρους: Φάιναλ Τειστινέισιον» να φιγουράρει στην αντίθετη όψη, μας τράβηξε περισσότερο το ενδιαφέρον, αφού εντοπίσαμε πως το μισό βιβλίο είναι γραμμένο στην κυπριακή διάλεκτο. Η συνάντησή μας με την δημιουργό του Άρτεμις Ευαγόρου προέκυψε λίγες μέρες μετά και ήταν άκρως κατατοπιστική. 


Article featured image
Article featured image

Συνέντευξη στην Μαρία Νικολάου

Φωτογραφίες: Θεοδώρα Ιακώβου

Φυλλομετρώντας το «Cyprus: Final Tastynation», διαβάζω στον πρόλογό σου πως η έκδοση δεν αφορά σε βιβλίο μαγειρικής. Κι όμως, μια πρώτη ματιά μαρτυρεί ακριβώς αυτό. Περί τίνος πρόκειται λοιπόν;

Πρόκειται για ένα υβρίδιο από διάφορα είδη βιβλίων. Αν πρέπει να το κατατάξω σε κάποιο είδος, να το περιγράψω με κάποιο τρόπο, θα έλεγα πως πρόκειται για ένα χαλαρό, χιουμοριστικό, ανθρωπολογικό, τουριστικό οδηγό, μεταμφιεσμένο σε βιβλίο μαγειρικής. Οι συνταγές που φιλοξενούνται στο εσωτερικό δεν περιορίζονται στην καταγραφή υλικών και περιγραφή εκτέλεσης αλλά συνοδεύονται, επιπλέον, από πληροφορίες που αφορούν στην ζωή ως έχει στην Κύπρο, πάντα μέσα απ’ την προσωπική μου ματιά. Την ματιά ενός ντόπιου δηλαδή, που σκοπό έχει να αποδώσει μία ξενάγηση εκ των έσω, ένα προσωπικής χροιάς ταξιδάκι, θα έλεγα, στην χώρα μας.


Κάποιες συνταγές είναι πιο κοντά στην παραδοσιακή τους μορφή ενώ άλλες εκμοντερνίζονται επηρεασμένες από ξένες κουζίνες


Το βιβλίο είναι δίγλωσσο, στην αγγλική και την… κυπριακή διάλεκτο. Πρωτότυπη κίνηση θα λέγαμε.

Κοίτα, η αρχική σκέψη ήταν να γραφτεί μόνο στα Αγγλικά κι αυτό γιατί η αρχική ιδέα γεννήθηκε μέσα από την επιθυμία μου να προσφέρω μία επιπρόσθετη επιλογή στα εγχώρια σουβενίρ. Από ανθρωπολογικής πλευράς, βρίσκω την δημιουργία και ύπαρξη των σουβενίρ πολύ ενδιαφέρουσα. Χρησιμοποιώντας απλά κι αναγνωρίσιμα εθνικά και πολιτιστικά σύμβολα, τα σουβενίρ ενημερώνουν, διασκεδάζουν και υπενθυμίζουν σε κλάσματα δευτερολέπτου, σχεδόν υποσυνείδητα, διάφορα δεδομένα για την εκάστοτε χώρα που ‘εκπροσωπούν’. Θυμίζουν μονοκύτταρους οργανισμούς, ‘τουριστικές αμοιβάδες’ θα τις αποκαλούσα! Οπότε, επιθυμούσα το βιβλίο αυτό να κρατήσει τον ελαφρύ, χαρούμενο και φανταχτερό χαρακτήρα των σουβενίρ αλλά ταυτόχρονα, να εξελιχθεί σε πολυκύτταρο οργανισμό, να έχει δηλαδή και το περιεχόμενο μιας ευχάριστης και ξεκούραστης τουριστικής ξενάγησης.

Οπότε, η κυπριακή διάλεκτος προέκυψε στην πορεία;

Κατακρίβειαν, απ’ το πρώτο κείμενο που είχα γράψει στα αγγλικά. Με την ολοκλήρωσή του ένιωσα ότι το όλο εγχείρημα θα ήταν ημιτελές αν δεν φιλοξενούσα και την κυπριακή μέσα. Κι αυτό γιατί έχω απίστευτη αδυναμία στη διάλεκτό μας και νιώθω πως πρόκειται για ένα τεράστιο κομμάτι της ταυτότητάς μου. Ξέρεις, μερικές φορές έχω την αίσθηση ότι η επίσημη χρήση της, στον γραπτό λόγο, περιορίζεται κυρίως στην φολκλορική θεματολογία, λες και τα κυπριακά μπορούν να αποδώσουν μόνο τσιαττιστά ή λαϊκή ποίηση. Κι όμως, η διάλεκτος είναι μέρος του πολιτισμού ενός λαού και ο πολιτισμός είναι ζωντανός οργανισμός που μεταλλάσσεται και εξελίσσεται. Γι’ αυτό θεώρησα σημαντικό να εντάξω την κυπριακή στην έκδοση αυτή, γιατί πιστεύω πως θα ενδιέφερε έναν Κύπριο να διαβάσει για τον τόπο του, όσο και έναν ξένο. Κι οι διηγήσεις που φιλοξενούνται στο βιβλίο, ιστορίες που μας αφορούν, έχω την εντύπωση πως αποκτούν επιπλέον αμεσότητα γραμμένες στην κυπριακή διάλεκτο.


Οι διηγήσεις που φιλοξενούνται στο βιβλίο αποκτούν επιπλέον αμεσότητα γραμμένες στην κυπριακή διάλεκτο


Ένα πρώτο πέρασμα απ’ τις συνταγές που φιλοξενούνται στο βιβλίο μαρτυρεί πως αυτές εκπροσωπούν την λεγόμενη «πειραγμένη κουζίνα». Αλήθεια, τι εννοούμε μ’ αυτό;

Κοιτάξτε, η βάση των συνταγών που καταγράφονται αφορούν σε παραδοσιακά προϊόντα της Κύπρου. Προϊόντα τα οποία ξεχωρίζω προσωπικά είτε για γευστικούς, είτε για πολιτιστικούς ή και ιστορικούς λόγους. Αυτά είναι το χαρουπόμελο, η αναρή, το χαλούμι, η κουμανταρία, η ζιβανία, το κυπριακό κονιάκ, ο καφές, τα εσπεριδοειδή, τα μπαχαρικά και βότανα της Κύπρου, το ροδόσταγμα, η ταχίνι, το ελαιόλαδο… Αυτά τα προϊόντα έχω χρησιμοποιήσει για να δημιουργήσω τα πιάτα που προτείνω, αλμυρά ή γλυκά, τα οποία θα προσέξετε πως έχουν ρίζες στην παραδοσιακή κυπριακή κουζίνα. Κάποια είναι πιο κοντά στην παραδοσιακή τους μορφή ενώ κάποια άλλα διαφοροποιούνται σημαντικά, εκμοντερνίζονται θα έλεγα, κι επηρεάζονται από δημοφιλείς συνταγές από ξένες κουζίνες. Παρόλα αυτά, σ’ όλα διατηρούνται ως βάση τα ντόπια προϊόντα απ’ τα οποία εξάλλου εμπνεύστηκα.

Λένε πως η έμπνευση πηγάζει πολλές φορές κι απ’ τις αναμνήσεις που είχαμε παιδιά. Σε έχουν επηρεάσει καθόλου οι γεύσεις και οι μυρωδιές με τις οποίες μεγάλωσες;

Σίγουρα. Τα πρώτα πέντε χρόνια της ζωής μου τα πέρασα σ’ ένα μικρό χωριό της Αμμοχώστου κι είμαι ευγνώμων γι’ αυτό. Τα χρόνια εκείνα είχα την τύχη να βιώσω όμορφες εμπειρίες όπως την παραγωγή γλυκών του κουταλιού, του χαλουμιού και της αναρής, αλλά και το προνόμιο να αφομοιώσω ένα τεράστιο ρεπερτόριο από την παραδοσιακή κυπριακή κουζίνα από την καλύτερη μαγείρισσα και ζαχαροπλάστη της Κύπρου, τη γιαγιά μου. Βεβαίως, όλοι έτσι θα δήλωναν για την δική τους γιαγιά και με το δίκαιο τους. Επί το πλείστο είναι οι γιαγιάδες και οι μαμάδες οι ‘υπεύθυνες’ για την πρώτη κωδικοποίηση της γεύσης και της μυρωδιάς των φαγητών που μας ακολουθούν για μια ζωή. Αυτές οι γεύσεις λοιπόν με ενέπνευσαν για τις συνταγές του βιβλίου.

Οπότε, πρόκειται για αναμνήσεις που μετατράπηκαν σε… χόμπι;

Ναι και σε έρωτα. Η ενασχόλησή μου με τη κουζίνα ήταν κεραυνοβόλος έρωτας. Από πολύ μικρή ηλικία. Συγκεκριμένα θυμάμαι το πρώτο μπισκότο που δημιούργησα. Αυτό κι αν ήταν ‘πειραγμένη κουζίνα’! Είχε μέσα κακάο, ψιλοκομμένα κομματάκια εφημερίδας και λίγο μαρούλι για γαρνιτούρα. Ομολογώ πως δεν ήταν απ’ τα μεγαλύτερα μου σουξέ [γέλια] αλλά ακόμα θυμάμαι πόσο ευτυχισμένη ήμουν την ώρα που το έφτιαχνα. Σήμερα, όταν βρίσκομαι στην κουζίνα και δημιουργώ, ειδικά κάτι πειραματικό που δεν έχω ξαναδοκιμάσει, νιώθω έντονο ενθουσιασμό και ηρεμία μαζί. Κατακρίβειαν, όποτε περνώ περιόδους μεγάλου άγχους ή στεναχώριας, φτιάχνω γλυκίσματα και φαγητά, τόσα όσα να χορτάσει ένας λόχος. Με χαλαρώνει πολύ αυτή η διαδικασία.

Η διαδικασία στησίματος του βιβλίου πως ήταν;

Καταρχήν, χρονοβόρα. Μου πήρε ενάμιση χρόνο για να ολοκληρώσω την συγγραφή. Πειραματιζόμουν με τις συνταγές, έγραφα, έκανα ταυτόχρονα την έρευνά μου για τα κείμενα. Η προγενέστερη εμπειρία μου στον τουριστικό χώρο, καθώς και στην προώθηση του κυπριακού πολιτισμού και ταυτόχρονα το γεγονός ότι η μητέρα μου είναι ξεναγός, κινητή κυπριακή εγκυκλοπαίδεια θα έλεγα, σίγουρα ήταν καθοριστικοί παράγοντες στο ερευνητικό κομμάτι. Ακολούθησε η φωτογράφιση των πιάτων, για την οποία είχα ξεκάθαρη εικόνα απ’ την αρχή όσον αφορά την αισθητική τους και πιστεύω ότι καταλήξαμε σε ένα πολύ όμορφο αποτέλεσμα. Έπειτα προστέθηκαν τα σκίτσα του βιβλίου, τα οποία προέκυψαν εντελώς τυχαία πριν παραδώσω το τελικό μου υλικό. Ήταν κι αυτή η διαδικασία ευχάριστη, μιας και μου θύμισε πόσο πολύ μ’ αρέσει να ζωγραφίζω, κάτι με το οποίο είχα χρόνια να ασχοληθώ.

Ποιοι ήταν κοντά σου σ’ αυτή τη δημιουργική διαδρομή;

Καθ’ όλη την διάρκεια της διαδικασίας είχα την τύχη να συνομιλώ και να συνεργάζομαι με υπέροχους ανθρώπους, το «duckie crew» όπως χαριτολογώντας το αποκαλούσαμε. Στο στήσιμο των φωτογραφιών είχα δίπλα μου τον άντρα μου και κάποιες καταπληκτικές φίλες, που μου αφιέρωσαν γενναιόδωρα τον ελεύθερο τους χρόνο. Ανθρώπους που δεν επέτρεπαν στις αμφιβολίες μου να με καταπλακώσουν. Η άψογη συνεργασία με την εκδοτική εταιρία a bookworm publication ήταν επίσης σημαντική γιατί σήμερα νιώθω πως έχω να παρουσιάσω ένα έργο όπως ακριβώς το ονειρεύτηκα. Στις 2 Οκτωβρίου το εγχείρημά μου θα αρχίσει το δικό του ταξίδι και ελπίζω να αγαπηθεί όσο το αγάπησα κι εγώ.  

Παρουσίαση: 2 Οκτωβρίου 2015

Χώρος: Πύλη Αμμοχώστου

Ώρα: 19:30

Περισσότερα στην σχετική σελίδα.


ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ