Ο πόνος, ο ιδρώτας και τα δάκρυα. Οι μόνες μας πατρίδες

Χθες, κατέβηκα στην υπεραγορά. Ήθελα να αγοράσω γλειφιτζούρια για την κόρη του αδερφού μου. Δίπλα μου, μια μητέρα αγόραζε κι εκείνη γλειφιτζούρια για τα παιδιά της. Μιλούσε στο τηλέφωνο. Την άκουσα να λέει πως καλά να πάθουν οι Τουρκαλάδες και πως ο Θεός ξέρει τι κάνει. Άφησα τα γλειφιτζούρια. Έφυγα. Δεν ήθελα να αναπνέω τον ίδιο αέρα μαζί της. Δεν ήθελα τα παιδιά μας να τρώνε τα ίδια γλειφιτζούρια.

Article featured image
Article featured image

Τις τελευταίες μέρες, με όλα όσα εκτυλίσσονται γύρω μας, δεν μπορώ να βγάλω από το μυαλό μου ένα χωρίο από τον συγκλονιστικό εσωτερικό μονόλογο της Αριάγνης, που βρίσκεται στο ομώνυμο δεύτερο βιβλίο των Ακυβέρνητων Πολιτειών του Στρατή Τσίρκα. «Γιατί γουμάρια; Γιατί κουρμπάτσι; Εκεί που είναι ο πόνος κι ο ιδρώτας και τα δάκρυα, εκεί δεν είναι ο άνθρωπος; Γιατί λοιπόν σκάβετε ένα χαντάκι και χωρίζεστε; Πού θα σας βγάλουν αυτά τα μυαλά; Τρέμω».


Η Αριάγνη, αυτό το πανανθρώπινο σύμβολο αγάπης, αλληλεγγύης και ανθρωπιάς, συμπύκνωσε μέσα σε μερικές λέξεις όλα όσα (οφείλουν να) μάς ενώνουν. Ο πόνος, ο ιδρώτας και τα δάκρυα. Οι μόνες μας πατρίδες.


Στη γειτονική Τουρκία και Συρία βρίσκεται σε εξέλιξη μια τραγωδία άνευ προηγουμένου. Ένας φονικός σεισμός που έσπειρε τον όλεθρο και άφησε πίσω του χιλιάδες νεκρούς, τραυματίες, εγκλωβισμένους, αγνοουμένους και άστεγους. Οι ιστορίες που φτάνουν από εκεί δεν είναι εύκολα διαχειρίσιμες. Είναι ιστορίες που παγώνουν το αίμα στις φλέβες μας – όσο απέμεινε. Ιστορίες που φέρνουν δάκρυα στα μάτια. Ιστορίες που, και οι πιο κραταιές λέξεις, αδυνατούν να περιγράψουν επαρκώς.


Ένας πατέρας κρατά το παγωμένο χέρι της νεκρής κόρης του ανάμεσα στα συντρίμμια. Η 7χρονη Φατμέ ανασύρεται νεκρή από τα χαλάσματα. Πέθανε δίπλα στην αδερφή της, την οποία οι Έλληνες διασώστες ευτυχώς ανέσυραν ζωντανή – άραγε, ποια θα ήταν τα τελευταία τους λόγια; Άραγε πώς είναι να ξεψυχά δίπλα σου ένα πλάσμα δικό σου; Μια μητέρα γέννησε τον γιο της κάτω από τα ερείπια και λίγο μετά πέθανε· οι διασώστες κρατούν το μωρό της, είναι γυμνό, σκονισμένο, σχεδόν δεν μοιάζει με μωρό. Είναι, όμως, καλά. Μια ομάδα Τουρκοκυπρίων συμπατριωτών μας από την Αμμόχωστο αγνοείται. Κραυγή, πόνος, αγωνία. Ποτάμια δάκρυα για νεκρούς και ζώντες.

morosyria.png



Σήμερα το πρωί, ξύπνησα στις πέντε. Κοιμήθηκα ελάχιστα. Δεν μπορούσα να ηρεμήσω, σκεπτόμενη ότι βρίσκομαι στα ζεστά μου παπλώματα, την ώρα που παιδιά πεθαίνουν κάτω από τα χαλάσματα, μέσα στο φρικτό κρύο. Δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι μερικοί άνθρωποι -που αναπνέουν τον ίδιο αέρα με εμάς- χαίρονται (τόσο πολύ) για όλο αυτό που λαμβάνει χώρα εκεί.

Τρέμω.


Τρέμω τους ανθρώπους που φοράνε τα καλά τους και χορεύουν πάνω στα χαλάσματα, κάτω από τα οποία ξεψυχούν άλλοι άνθρωποι.

Τρέμω τους ανθρώπους που χαμογελούν χαιρέκακα, ξεστομίζοντας λόγια ντροπής.

Τρέμω τους ανθρώπους που συνδέουν τους φονικούς σεισμούς με προφητείες του γέροντα Παϊσίου για το τέλος της Τουρκίας. Ποιος Θεός επιτρέπει αυτόν τον ζόφο; Θα είναι μάλλον, κάποιος Θεός εξίσου ζοφερός.

Τρέμω τους ανθρώπους που συνδέουν τις φυσικές καταστροφές με το πολιτικό γίγνεσθαι και τη λύση του Κυπριακού.

Τρέμω τους ανθρώπους που περπατούν ανάμεσά μας και μεγαλώνουν παιδιά που θα τους εμφυσήσουν το ίδιο μίσος. Την ίδια κακία.


Χθες, κατέβηκα στην υπεραγορά. Ήθελα να αγοράσω γλειφιτζούρια για την κόρη του αδερφού μου. Δίπλα μου, μια μητέρα αγόραζε κι εκείνη γλειφιτζούρια για τα παιδιά της. Μιλούσε στο τηλέφωνο. Την άκουσα να λέει πως καλά να πάθουν οι Τουρκαλάδες και πως ο Θεός ξέρει τι κάνει. Άφησα τα γλειφιτζούρια. Έφυγα. Δεν ήθελα να αναπνέω τον ίδιο αέρα μαζί της. Δεν ήθελα τα παιδιά μας να τρώνε τα ίδια γλειφιτζούρια.


Σκέφτηκα μόνο πως όλα τα παιδιά του κόσμου πρέπει να τρώνε γλειφιτζούρια. Και να ζωγραφίζουν ουράνια τόξα. Και να γελάνε. Και να παίζουν. Και να αγαπούν. Και να μεγαλώνουν. Όχι να πεθαίνουν κάτω από τα χαλάσματα.


«Γιατί γουμάρια; Γιατί κουρμπάτσι; Εκεί που είναι ο πόνος κι ο ιδρώτας και τα δάκρυα, εκεί δεν είναι ο άνθρωπος; Γιατί λοιπόν σκάβετε ένα χαντάκι και χωρίζεστε; Πού θα σας βγάλουν αυτά τα μυαλά; Τρέμω».


Αυτές τις μέρες τρέμω λίγο παραπάνω. Όχι μόνο από φόβο.

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ