«Γέμισε η Κύπρος προτομές κι ανδριάντες, μα λευτεριά δεν βλέπουμε»

Το όνομά του δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό ανάμεσα στους καλλιτεχνικούς κύκλους. Στην τελευταία αναδρομική έκθεσή του δεν πούλησε ούτε ένα έργο. Παρόλα αυτά, όσοι γνωρίζουν έστω λίγο την πορεία του, παραδέχονται πως η τέχνη του -ιδιαίτερα η γλυπτική- και γενικότερα η περίπτωσή του είναι άξια προσοχής.

 


Article featured image
Article featured image

Φωτογραφίες: Μιχάλης Κυπριανού



Διάφορες συγκυρίες και κάποια σοβαρά προβλήματα, άφησαν τον Ανδρέα Ιωακείμ-Καϊμάκη στο περιθώριο. Ειδικός τέχνης για να τολμήσω προβλέψω αν το έργο του θα αναγνωριστεί μετέπειτα δεν είμαι, μπορώ όμως εύκολα να διακρίνω έναν άνθρωπο και έναν καλλιτέχνη που έχει πολύ «πράμα» μέσα του και το εξωτερικεύει μέσω της γλυπτικής, αλλά και μέσω της ζωγραφικής του σχεδίου και της ποίησης.

«Γεννιόμαστε για να πεθάνουμε γι’ αυτό ζήστε», λέει ένα στίχος σε μια από τις ποιητικές συλλογές του κι εγώ τολμώ να ρωτήσω αν έχει ζήσει όσο θα ήθελε. «Παραέζησα!» μού λέει. Τελειώνοντας αυτή τη συνέντευξη ήμουνα πλέον σε θέση να καταλάβω τι ακριβώς εννοούσε. Και τη ζωή του, δεν τη λες και «φυσιολογική ζωή».


Πείναγα, έμεινα από χρήματα και αντί να μου δώσουν φαγητό, με έκλεισαν μέσα. Ήρθαν ντυμένοι φίλοι οι εχθροί μου.


Σε ενοχλεί όταν κάποιος αντιμετωπίζει ένα έργο σου επιφανειακά;

Κανείς δεν εμβαθύνει και ούτε μπορούν να το κάνουν αν δεν έχουν δουλέψει στην τέχνη -στο σχέδιο, το φως, τον όγκο, το χρώμα, τη σύνθεση. Γενικά, όλα μου τα έργα τα αντιμετωπίζουν επιφανειακά.

Θεωρείς ότι τα έργα σου είναι άρτια; Είναι τέλεια;

Όχι, τα έργα μου δεν είναι τέλεια. Ο Dali είπε δεν υπάρχει τέλειο. Μπορεί ξαφνικά να μου έρθει μια ιδέα, ή έμπνευση, να πάρω ένα χαρτόνι που γράφει πάνω κάτι άλλο και πάνω σε αυτό να κάνω έναν πίνακα.

Και είναι τέχνη αυτό;

Ο Θεόφιλος, ο λαϊκός ζωγράφος της Μυτιλήνης και της Ελλάδας, ζωγράφιζε ακόμα και πάνω σε τενεκέδες. Ο καθένας εκφράζει τον προσωπικό του κόσμο, τις εμπειρίες του, τα απωθημένα του, τα σκοτεινά μέρη του υποσυνείδητου και όλα αυτά…

 



Αν σου έλεγα να μου δώσεις έναν ορισμό για το τι είναι τέχνη;

Έγραψα τελευταίως έναν ορισμό. Έγραψα συγκεκριμένα για το τι είναι ποίηση. Ποίηση είναι το καταπιεσμένο υποσυνείδητο που βγαίνει με ρυθμικές αρμονικές μουσικές λέξεις στην επιφάνεια της θάλασσας και των ωκεανών, δεν βουλιάζει σαν πολυστερίνη, σαν φενιζόλ και ταξιδεύει στον χρόνο. Ή η χαρά και ο έρωτας της ζωής. Αυτό θα είναι ένα από τα ποιήματα που θα υπάρχουν στην 11η ποιητική συλλογή μου που «ψήνεται» αυτό το διάστημα.

Η καθεμιά από τις ποιητικές συλλογές σου έχει μια θεματική ενότητα και περιστρέφεται γύρω από αυτήν;

Όλες μου οι συλλογές εξυμνούν την αγάπη, τον έρωτα, τη γυναίκα και την φύση, όπως επίσης και τα πολιτικά συμβαίνοντα στον τόπο μας.


Όλα ξεκινάνε από μια εσωτερική ανάγκη. Ακόμα και σε ένα παλιόχαρτο που θα βρω μπορεί να φτιάξω ένα σκιτσάκι στην πίσω μεριά του και αυτό για μένα είναι λύτρωση, εξαγνισμός, χαρά, αυτοαπελευθέρωση.


Σε ποια φάση σε βρίσκω τούτη την περίοδο;

Τώρα τελευταίως ασχολούμαι με το γράψιμο. Θυμάμαι τα παλιά, το παρελθόν μου, τη ζωή που έζησα και πέρασε και τι μου άφησε αυτή, αλλά ταυτόχρονα σκέφτομαι πως, αφιέρωσα όλη μου τη ζωή στην τέχνη και τελικά, πριν 8 χρόνια που είχα κάνει μια αναδρομική έκθεση, δεν είχα πουλήσει ούτε ένα έργο. Δεν έβγαλα καν τα έξοδά μου. Ούτε ζωγραφικό, ούτε σχέδιο, ούτε γλυπτό. Έπρεπε τουλάχιστον το Υπουργείο Παιδείας να αγόραζε ένα-δυο έργα μου, μια και τότε υπηρετούσα ως εκπαιδευτικός τη μέση εκπαίδευση.

Γιατί πιστεύεις πως δεν κατάφερες να πουλήσεις;

Δυστυχώς, στην Κύπρο (και στην Ελλάδα, παρόλο που η Ελλάδα έχει παράδοση στην γλυπτική) ο κόσμος δεν ξέρει, δεν έχει παιδεία και αδιαφορεί και ούτε θέλει να εμβαθύνει στην τέχνη της γλυπτικής. Εξάλλου, δε μιλάει σε πολύ κόσμο, είναι βουβή τέχνη, όπως και η ζωγραφική -σε αντίθεση με τον χορό και τη μουσική που συνεπαίρνουν.

Στα σχολεία πόσα χρόνια ήσουν;

24.

Σου λείπει εκείνη η ζωή;

Όχι.

Έχεις κερδίσει κάτι από την ενασχόλησή σου ως καθηγητής;

Νομίζω την αγάπη και τον ενθουσιασμό των παιδιών. Μου έδινε κουράγιο, κυρίως ο ενθουσιασμός. Έστω κι αν ήταν ζωηροί, άτακτοι, αυθάδεις καμιά φορά.

 


Η γλυπτική είναι η πιο δύσκολη τέχνη. Έχεις να παλέψεις με μάρμαρα, με πέτρες, να μετακινείς τεράστια γλυπτά για να τα τοποθετήσεις μέσα σε ένα πάρκο. Ενώ ο καμβάς…


Τι ακριβώς σπούδασες;

Έκανα 3 χρόνια ελεύθερες σπουδές στη σχολή Βλαχόπουλου -έκανα σχέδιο, χρώμα και σύνθεση- πριν μπω στην Καλών Τεχνών και δούλευα παράλληλα ως βοηθός Αγιογράφου, κάνοντας Βυζαντινή Τέχνη σε 6 εκκλησίες. Τύχαινε που άλλαζα 8 λεωφορεία από Αθήνα για να πάω στη δουλειά μου. Το 1/5 του μισθού μου πήγαινε στα λεωφορεία. Και τι τρώγαμε για να τα βγάλουμε πέρα; 5-6 ελιές, κανένα κομμάτι κασέρι και μια φέτα πρόσφορο από την εκκλησία. Μετά μπήκα στην Καλών Τεχνών. Πέρασα στο προκαταρτικό εργαστήριο το ’74, 5ος επί πανελληνίου βάσεως και μετά πρώτος στην γλυπτική, τυγχάνοντας μερικώς υποτροφίας του ΙΚΥ (Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών). Δυστυχώς, μετά δεν τα πήγαινα καλά με το δάσκαλό μου, αφού αυτός ήταν ακαδημαϊκός ενώ εγώ ήμουν μοντέρνος και μου σταμάτησε την υποτροφία. Και δυσκολευόμουν πολύ οικονομικά.

Και πως τα έβγαζες πέρα;

Μου έστελνε ο αδερφός μου ο Κυριάκος ένα μικρό ποσό, ενώ μετά τον πόλεμο μας έδιναν και ένα επίδομα, συν ένα χιλιάρικο (δραχμές) το μήνα από ένα κληροδότημα.

Πως ήταν τα χρόνια στην Αθήνα;

Τα χρόνια του ’74-‘80  ήταν ωραία χρόνια. Μόνο που η δικτατορία ήταν δύσκολη. Είχα βρεθεί στο Πολυτεχνείο, μπροστά από την πύλη, τη στιγμή που ξεκίνησε ένα ασθενοφόρο από τον αστυνομικό σταθμό που βρισκόταν λίγο πιο πάνω, προς το Πολυτεχνείο και ερχόταν σιγά-σιγά προς την πύλη. Αρχικά νομίσαμε πως μέσα βρισκόταν κανένας φοιτητής τραυματισμένος και ανοίγαμε τον δρόμο για να περάσει. Δυστυχώς, όταν έφτασε στην πύλη, σταμάτησε, και από μέσα κατέβηκαν 5-6 μπάτσοι ντυμένοι νοσοκόμοι και άρχισαν και βαράγανε, δακρυγόνα, καπνογόνα. Μας διέλυσαν.

Γενικά, εκείνες τις ημέρες είχες δει πολύ άσχημα πράγματα;

Βέβαια. Την επόμενη μέρα, λόγω του ότι έμενα και κοντά, στα Εξάρχεια, κάτω από τον λόφο του Στρέφη, είχα πάει να δω τι έγινε -παρόλο που υπήρχε στρατιωτικός νόμος- όταν μπήκαν τα τανκς μέσα στο Πολυτεχνείο. Και είχα δει τη λιμουζίνα του Πρύτανη η οποία είχε γίνει φυσαρμόνικα από τα τανκς. Είδα αίματα κάτω, νερά, σοκαρίστηκα. Όσοι ήταν στο Πολυτεχνείο όταν έγινε η κατάληψη, τους κτυπούσαν με σανίδες οι χουντικοί. Στον Λόφο του Στρέφη υπήρχαν ακροβολιστές. Ευτυχώς που δεν με σκότωσαν…

 



Ξεκίνησες να μου λες για τις αναμνήσεις της Αθήνας…

Μετά την πτώση της δικτατορίας αναπνεύσαμε. Μέχρι τότε, σε κάθε γωνία, σε κάθε περίπτερο, σε κάθε καφενείο, υπήρχε και ένας χαφιές. Ακόμα και οι ταξιτζήδες και οι λούστροι ήταν χαφιέδες.

Και από τα παιδικά σου χρόνια στο χωριό αλλά και πιο μετά που επέστρεψες από τις σπουδές σου, τι αναμνήσεις έχεις;

Είχα ωραίες αναμνήσεις, ήμουν κοντά στη φύση, μες στα δέντρα, τον ήλιο, το χώμα, τα λουλούδια, έβλεπα τις εποχές να αλλάζουν. Ενώ στην Αθήνα, αυτά τα είχα στερηθεί. Η Αθήνα είναι μια στείρα πόλη, χωρίς δέντρα χωρίς πάρκα, χωρίς χρώματα, χωρίς ορίζοντες. Βλέπεις τσιμεντένιους τοίχους, άσφαλτο, λαμαρίνες, νέφος. Οι πολυκατοικίες δεν ανθίζουν.


Τώρα είμαι άθρησκος. Πιστεύω στον άνθρωπο μόνο. Στον άνθρωπο και την εξέλιξη.


Ήθελες από μικρός να γίνεις καλλιτέχνης;

Από μικρός ζωγράφιζα, από τα 12 μου. Επίσης, στα 13 μου δημοσίευσα ένα ποίημα στην εφημερίδα «Η Κύπρος», σε μια ειδική στήλη που λεγόταν Νέοι Κύπριοι Ποιητές.

Τι ήταν αυτό που σε επηρέασε έτσι ώστε να ακολουθήσεις δρόμους καλλιτεχνικούς;

Εκ των υστέρων, νομίζω ότι είναι το ταλέντο και κάποιες συγκυρίες και οι σχέσεις που είχα με τον κόσμο, με την θρησκεία, με την πολιτική. Εμένα με επηρέασε πολύ η θρησκεία στο χωριό. Ήμουνα παπαδάκι, κρατούσα τα εξαπτέρυγα, πήγαινα σε γάμους, κηδείες, γιορτές, έβλεπα τους βιολάρηδες, τους λαουτάρηδες. Τώρα είμαι άθρησκος. Πιστεύω στον άνθρωπο μόνο. Στον άνθρωπο και την εξέλιξη.

 



Ο έρωτας ποια θέση έχει στην τέχνη σου;

Είναι το Α και το Ω. Δίχως τον έρωτα και δίχως τη γυναίκα δεν κάνω βήμα. Όλες μου οι εμπνεύσεις είναι από το γυναικείο φύλο, το γυναικείο σώμα, τις γυναικείες γραμμές, τις γυναικείες καμπύλες. Είναι ερωτικά τα έργα μου. Εξυμνώ τη γυναίκα και τον έρωτα.


Αφιέρωσα όλη μου τη ζωή στην τέχνη και τελικά, πριν 8 χρόνια που είχα κάνει μια αναδρομική έκθεση, δεν είχα πουλήσει ούτε ένα έργο. Δεν έβγαλα καν τα έξοδά μου.


Πέραν από τον έρωτα, τι άλλο αποτελεί πηγή έμπνευσης για σένα;

Με ενδιαφέρει πολύ η φύση, οι εποχές, κάθε εποχή έχει τα χρώματά της, τις μυρωδιές της. Επίσης, λατρεύω τη θάλασσα, τον βυθό.

Για ποιο λόγο δημιουργείς έργα, γλυπτά, ποίηση; Για να εκτονώνεσαι, για να ζεις από την τέχνη ή για να λαμβάνεις επαίνους και καλές κριτικές;

Όλα ξεκινάνε από μια εσωτερική ανάγκη. Ακόμα και σε ένα παλιόχαρτο που θα βρω μπορεί να φτιάξω ένα σκιτσάκι στην πίσω μεριά του και αυτό για μένα είναι λύτρωση, εξαγνισμός, χαρά, αυτοαπελευθέρωση.

Ασχολείσαι με τη γλυπτική, τη ζωγραφική, την ποίηση, την αγιογραφία…

Ναι, έκανα και αγιογραφίες. Δεν το ξέρει πολύς κόσμος, αλλά είναι ένα ξωκλήσι στη βιομηχανική περιοχή Στροβόλου που έκανα τις αγιογραφίες. Είναι μια εταιρεία που ασχολείται με εκκλησιαστικά είδη, όπως ευαγγέλια, πολυελαίους κλπ και μέσα στον χώρο τους έφτιαξαν ένα ξωκλήσι αφιερωμένο στον Προφήτη Ηλία.

 



Οι διάφορες τέχνες είναι διαφορετικές μεταξύ τους ή η τέχνη είναι μια τελικά;

Η τέχνη είναι μία, είναι η έμπνευση, απλώς διαφέρουν τα υλικά. Η τέχνη είναι έκφραση-ιστορία-ντοκουμέντο-μαρτυρία-διαμαρτυρία-αποκάλυψη. Εξαρτάται όμως με τι υλικό θέλεις να εκφραστείς. Αν θέλεις να εκφραστείς με τον πηλό, με τον γύψο, με το μάρμαρο, με το ξύλο, με τον μπρούντζο, θα κάνεις γλυπτική. Αν θέλεις να εκφραστείς με τα χρώματα, θα κάνεις ζωγραφική, αγιογραφία.

Σε ποια από όλες ένοιωσες να εκφράζεσαι καλύτερα;

Πριν πάω στην Αθήνα, ήθελα να γίνω ζωγράφος. Μετά έμπλεξα με ένα καθεστώς εκεί με γλύπτες και έγινα γλύπτης. Στην Αθήνα επειδή δεν είχα μεγάλους χώρους ούτε πολλά υλικά, έκανα μικρογλυπτική, σε ένα εργαστήρι πάνω στα Τουρκοβούνια. Δεν είχα μεγάλο χώρο, ούτε αυτοκίνητο να μεταφέρω πηλό, πέτρες κλπ. Είναι όμως και κάτι άλλο. Αυτό που λένε ό,τι η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της, είναι αλήθεια. Αφού έμπλεξα με τη γλυπτική, ήθελα να μάθω μάρμαρο. Οι Έλληνες όμως δεν με άφησαν να μάθω. Πήγα στην Τήνο, έμεινα 3 μήνες, δεν μπόρεσα να μάθω μάρμαρο λόγω κάποιων καταστάσεων και κακών συγκυριών. Πήγα σε έναν γλύπτη στην Αθήνα, δεν με βοήθησε να μάθω. Στην Καλών Τεχνών που ήμουν, δεν υπήρχε καθηγητής μαρμάρου, καθώς ο παλιός είχε πάρει σύνταξη και δεν είχαν διορίσει άλλο. Φάνηκα άτυχος. Στο μάρμαρο και τον πωρόλιθο είμαι αυτοδίδακτος. Έχω δυο κομμάτια σε μάρμαρο και είναι πολύ καλά, αλλά αν είχα παιδεία πάνω σε αυτό, θα είχα τώρα έργα σε μάρμαρο, σε πέτρα και σε πωρόλιθο.


Να σου πω κάτι; Με τους Νεοέλληνες να μην ασχολείσαι, είναι χάσιμο χρόνου. Άμα δεις την Αρχαία Ελλάδα, τα υπόλοιπα είναι απλώς καμένα σπιρτόξυλα.


Ποια τέχνη σε συνεπαίρνει περισσότερο;

Μια παρένθεση ή εισαγωγικά. Η τέχνη που με συνεπαίρνει περισσότερο είναι η μουσική και δη η κλασσική μουσική. Έχω ακούσει πολλή κλασσική μουσική, όπως επίσης λαϊκή, έντεχνη, δημοτική. Η μουσική συνεπαίρνει το πλήθος ενώ σε βοηθά να γίνεις και γνωστός. Με τη γλυπτική και με μια έκθεση που θα κάνεις, ποιος θα σε μάθει;

Έχεις ανάγκη όμως αυτή την απήχηση που έχουν οι μουσικοί;

Δεν έχω μια τέτοια ανάγκη. Εξάλλου, είναι και αδύνατο να γίνεις γνωστός. Η γλυπτική είναι η πιο δύσκολη τέχνη, όπως είπε και ο Henry Moore, ένας Άγγλος γλύπτης. Έχεις να παλέψεις με μάρμαρα, με πέτρες, να μετακινείς τεράστια γλυπτά για να τα τοποθετήσεις μέσα σε ένα πάρκο. Ενώ ο καμβάς…

Σε ποια τέχνη θεωρείς πως έχεις αφήσει πιο έντονα το στίγμα σου;

Στη ζωγραφική δεν δούλεψα πάνω σε υλικά που αντέχουν στον χρόνο. Λίγα λάδια έκανα και τα άλλα είναι πάνω σε χαρτί, ακουαρέλες, τέμπερες, αυγοτέμπερες. Δεν δούλεψα πάνω σε καμβάδες με λάδι. Νομίζω όμως ότι τα έργα γλυπτικής που έκανα στον μπρούντζο θα μείνουν για πολλά χρόνια.

Η τέχνη κάθε καλλιτέχνη έχει ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα. Είναι κάποιο μοτίβο που είναι 100% «Καϊμάκης»;

Η γυναίκα. Άμα δεις γυναίκα, νομίζω είναι Καϊμάκης. Όπως και τα ζεστά χρώματα που χρησιμοποιώ. Κόκκινα, κίτρινα… Καθαρά χρώματα, ζεστά. Κόκκινο καδμίου, κίτρινο χρωμίου, λουλακί, λευκό, κιννάβαρι, γλυκοπράσινο (πράσινο με ώχρα).

Γιατί έχεις αυτή την «εμμονή» με τη γυναίκα;

Μου αρέσει, είναι το ωραίο φύλο. Στη Σχολή ως επί το πλείστο ζωγραφίζαμε γυναίκες.

Πέραν από τη Σχολή Καλών Τεχνών, που αλλού είχες την τύχη να σχεδιάσεις;

Σχεδίαζα ένα χρόνο στο Μουσείο της Ακρόπολης, στο Εθνικό Μουσείο, την Ολυμπία και τους Δελφούς. Είμαι λάτρης της Αρχαίας Ελλάδας. Να σου πω κάτι; Με τους Νεοέλληνες να μην ασχολείσαι, είναι χάσιμο χρόνου. Άμα δεις την Αρχαία Ελλάδα, τα υπόλοιπα είναι απλώς καμένα σπιρτόξυλα.


Η Αθήνα είναι μια στείρα πόλη, χωρίς δέντρα χωρίς πάρκα, χωρίς χρώματα, χωρίς ορίζοντες. Βλέπεις τσιμεντένιους τοίχους, άσφαλτο, λαμαρίνες, νέφος. Οι πολυκατοικίες δεν ανθίζουν.




Διάβασα ότι η ποίηση σου πρωτοπαρουσιάστηκε το ’80 σε ποιητική βραδιά που διοργανώθηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα.

Ήταν μια επιλογή από τα ποιήματα που είχα γράψει από τα 13 μου μέχρι και το ’80.

Πόσες συλλογές έχεις δημιουργήσει μέχρι σήμερα;

Δέκα μέχρι στιγμής και γράφω την ενδέκατη. Επίσης, έβγαλα και έναν κατάλογο με τα έργα μου, ενώ ετοιμάζω και έναν δεύτερο. Ο πρώτος είχε εκδοθεί σε σχέση με την αναδρομική έκθεση, ενώ τώρα ετοιμάζω έναν δεύτερο με σχέδια.

Πόσο διαφέρουν τα πρώτα σου ποιήματα από τα σημερινά;

Σήμερα είμαι πιο αφαιρετικός, ενώ εμβαθύνω περισσότερο. Τα θέματά μου όμως νομίζω είναι τα ίδια. Η γυναίκα, ο έρωτας, το κυπριακό πρόβλημα που υπάρχει από τη γέννηση μου και θα συνεχίσει να υπάρχει ως τον θάνατό μου… Γέμισε η Κύπρος προτομές κι ανδριάντες μα λευτεριά δεν βλέπουμε.

 



Μια από τις συλλογές σου ονομάζεται «Η δικτατορία των ψυχιάτρων». Για ποιες άλλες δικτατορίες θα μπορούσες άνετα να είχες γράψει;

Τον τίτλο τον δανείστηκα από τη δικτατορία του Παπαδόπουλου, του Πατακού και του Ιωαννίδη. Όπως αυτοί έτσι και οι ψυχίατροι σε ελέγχουν με τα φάρμακα και εσύ λόγω της άγνοιάς σου σχετικά με τα φάρμακα και την ιατρική δεν κατέχεις για να αμυνθείς ή να επαναστατήσεις. Εξαρτάσαι απ’ αυτούς; Ο τίτλος «Η δικτατορία των ψυχιάτρων» είναι βιωματικός. Οι ψυχίατροι συμπεριφέρονται σαν δικτάτορες. Οι περισσότεροι από αυτούς έχουν σπιταρόνες, υπογράφουν συνταγές και τίποτ’ άλλο. «Τους είδα τους ασθενείς μου αλλά δεν τους εξέτασα» μου είχε πει ένας ψυχίατρος. Καταλαβαίνετε… Η ψυχιατρική στην Κύπρο είναι σε νηπιακή κατάσταση. Οι ψυχίατροι έχουν πτυχία αλλά δεν έχουν ιδέα, κάνουν μεσάνυχτα.

Μια και μιλάμε για τα φάρμακα, σε τέτοιες περιπτώσεις τι άλλο θα μπορούσε να είναι -με ή χωρίς εισαγωγικά- υποκατάστατο;

Τα φάρμακα βοηθούν ως ένα βαθμό, για να σε κρατούν σε μια ηρεμία, σε μια ισορροπία. Πνευματικά, όμως, με τα φάρμακα, δεν είσαι καλά. Με τα φάρμακα, αν είσαι ευαίσθητος, γίνεσαι υπερευαίσθητος. Το πνεύμα σου το βοηθάς με άσκηση και με τον έρωτα. Εγώ, τουλάχιστον, με τον έρωτα το ξεπέρασα. Ήμουν επαναστάτης και με έκλεισαν για 15 μέρες (το ’78) μέσα για πολιτικούς και συμφεροντολογικούς λόγους. Πείναγα, έμεινα από χρήματα και αντί να μου δώσουν φαγητό, με έκλεισαν μέσα. Ήρθαν ντυμένοι φίλοι οι εχθροί μου, όπως είπε και ο Ελύτης. Και όλα αυτά, επειδή πρότεινα η θητεία των καθηγητών στην Καλών Τεχνών να είναι 10 χρόνια και όχι επί βίου, όπως ήταν η θητεία για κάποιους που ήταν για 43 χρόνια, κάνοντας την έδρα τσιφλίκι τους.

Σε περιπτώσεις που ο άνθρωπος πέφτει, από που θα μπορούσε να κρατηθεί;

Από την φιλία, μια νέα σχέση με κατανόηση, τα ταξίδια, την επαφή με τη φύση, μια βόλτα στο δάσος ή τη θάλασσα, την εκτόνωση με το γράψιμο… Να είσαι κοντά στην φύση. Ο Rodine, ένας μεγάλος Γάλλος γλύπτης, ιμπρεσιονιστής, έλεγε «να πιστεύετε στη φύση». Τώρα όμως, στην εποχή μας, και η φύση έγινε παρά φύση.


Οι περισσότεροι Κύπριοι ζωγράφοι δεν ξέρουν σχέδιο, σύνθεση, και πάσχουν από αχρωματοψία.




Σήμερα, στα 65 σου, τι δίνει νόημα στη ζωή σου;

Οι θύμησες και οι αναμνήσεις μου, το διάβασμα και το γράψιμο.

Μετανιώνεις για κάτι που δεν έκανες στη ζωή σου;

Μετανιώνω που δεν έμαθα μάρμαρο. Ήθελα να μάθω και δεν με άφησαν επίτηδες οι Αθηναίοι.

Και για κάτι που έκανες ίσως;

Μετανιώνω που έμπλεξα με τα πολιτικά στην Αθήνα, τότε που πρωτοαρρώστησα. Δεν έπρεπε να μπλέξω. Επειδή όμως πολλοί καθηγητές μου ήταν καταπιεστικοί και άδικοι, λέω, ας ήπια 10 φαρμακεία φάρμακα δε μετανιώνω, είχα δίκαιο. Μια κυβέρνηση, δημοκρατική, άντε να πάει 10-12 χρόνια. Τούτοι οι καθηγητές πήγαν 43 χρόνια… Καθηγητές στην Καλών Τεχνών. Εξαρτιόταν η τέχνη από 5-10 άτομα. Και πως θα ζωγραφίζουν και η διδασκαλία και οι γνώσεις και πως θα μεταδώσουν τις γνώσεις τους… Ήταν παραπάνω από τους δικτάτορες.

Στεναχωριέσαι, θυμώνεις για κάτι που σου συνέβη ή που σου έκαναν;

Ο σκηνοθέτης Τώνης Λυκουρέσης οικειοποιήθηκε τους πρώτους 9 στίχους απ’ το ποίημά μου «Απόδραση Κούρου» (με αφορμή την εκδήλωση «Σενάριο για μια κινηματογραφική ταινία» που έγινε το 1980 στη Σχολή Καλών Τεχνών) και έφτιαξε την ταινία «Το αίμα των αγαλμάτων». Επίσης, ο Λουδοβίκος των Ανωγείων οικειοποιήθηκε τη μελωδία από το τραγούδι μου «Πέρασε ο άνεμος» και τους στίχους και έφτιαξε το τραγούδι «Το όχι αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του ναι». Επιπλέον, ο δάσκαλος μου Γ.Μ. οικειοποιήθηκε το σχέδιό μου «Ο μπλε καβαλάρης καλπάζων». Το σχεδίασε με μαύρο μελάνι και το παρουσίαζε στο καλωσόρισμα των επισκεπτών στο μουσείο του στου Ζωγράφου. Και ο ζωγράφος Γιάννης Μ. πήρε στοιχεία από δυο ζωγραφικά μου έργα. Το ένα είναι «Η όψη της Αθήνας απ’ τους Αέρηδες» (1975) και το άλλο «Σπίτια στους Αέρηδες» (Πλάκα, Αθήνα), τα οποία μπορεί κανείς να δει στον κατάλογό μου (Εκδόσεις Εν Τύποις), στις σελίδες 165-166.

Υπάρχει όμως παρθενογένεση στην τέχνη;

Μόνο η ιστορία είναι παρθενογένεση…

 



Γεννιόμαστε για να πεθάνουμε γι’ αυτό ζήστε, έγραψες σε ένα ποίημα. Έχεις ζήσει όσο θα ήθελες;

Παραέζησα!


Ο τίτλος «Η δικτατορία των ψυχιάτρων» είναι βιωματικός. Οι ψυχίατροι συμπεριφέρονται σαν δικτάτορες. Οι περισσότεροι από αυτούς έχουν σπιταρόνες, υπογράφουν συνταγές και τίποτ’ άλλο. Η ψυχιατρική στην Κύπρο είναι σε νηπιακή κατάσταση. Οι ψυχίατροι έχουν πτυχία αλλά δεν έχουν ιδέα, κάνουν μεσάνυχτα.


Και τι θα ήθελες να κάνεις απ’ εδώ και πέρα;

Να γράφω και να δω που θα πάνε τα έργα μου, κυρίως τα γλυπτά μου και τα σχέδιά μου, για τα οποία είμαι περήφανος. Για τα ζωγραφικά έργα μου δεν έχω και πολλές απαιτήσεις, αφού περισσότερο από αγάπη ζωγράφιζα -άλλωστε, οι κύριες σπουδές μου ήταν στην γλυπτική.

Πέραν από το Πολιτιστικό Κέντρο του χωριού σου, του Πολυστύπου, που μου είχες πει ότι ενδεχομένως να πάνε τα έργα σου, το σκεφτόσουν κάπως αλλιώς, εννοώντας πως θα προτιμούσες να φτιάξεις ένα δικό σου μουσείο;

Από τη μια δεν έχουμε τον χώρο ενώ είναι και ισχνοί οι καιροί, οπότε ότι και να πούμε…

Τι σημαίνει ο Πολύστυπος για σένα;

Θαυμάζω το χωριό. Μεγάλωσα σε ωραία χρόνια. Θυμάμαι τους γάμους, τους αντίγαμους. Θυμάμαι τα πανηγύρια του Αποστόλου Ανδρέα, του Άη Νικόλα, του Άρακα, εκεί όπου θαύμασα και τις πρώτες αγιογραφίες και τοιχογραφίες. Πηγαίναμε στα πανηγύρια, κάτι που δεν υπάρχει σήμερα. Τώρα υπάρχουν οι πολιτικές συγκεντρώσεις, οι διαδηλώσεις και τα πανηγύρια. Επίσης, θυμάμαι τον Πολύστυπο με τις εποχές του, το μάζεμα των φουντουκιών, των καρυδιών, των αμυγδάλων, των σταφυλιών. Το άλλο το σημαντικό είναι πως, ο Πολύστυπος έχει ωραίο ορίζοντα, που δεν έχουν άλλα χωριά. Ούτε ο Πεδουλάς έχει ορίζοντα, ούτε ο Αγρός έχει. Τέλος, αυτές οι γραμμές που κάνουν τα βουνά είναι σαν μια ξαπλωμένη γυμνή γυναίκα. Ενώ και η «Κοιλάδα του Παρακανιά», είναι κι αυτή σαν μια γυναικεία ύπαρξη, με το φουντουκόδασος, τις καρυδιές, τους αιωνόβιους δρύες, τα θηλυκά βουνά, τα γλυπτικά επίπεδα…

 



Θεωρείς ό,τι το έργο σου αναγνωρίστηκε όσο θα έπρεπε ή όσο θα ήθελες;

Νομίζω ό,τι στο μέλλον θα αναγνωριστεί. Ελπίζω να ζω να το χαρώ.

Λέγεται ό,τι, το έργο ενός καλλιτέχνη θα κριθεί πιο σωστά από τις επόμενες γενιές και όχι εν ζωή δική του. Ισχύει πάντα τούτο;

Ο Βανγκόγκ, για παράδειγμα, ένα έργο πούλησε όσο ζούσε και αυτό σε μια λογοτέχνισσα. Αυτό φυσικά δεν είναι κανόνας. Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τον Πικάσο, τον Ντεγκά, τον Μανέ, τους Ιμπρεσιονιστές γενικά.

Ποιους Κύπριους εικαστικούς, ζωγράφους, θαυμάζεις για το έργο τους;

Τον Αδαμάντιο Διαμαντή, τον Τηλέμαχο Κάνθο, τον Στέλιο Βότση, τον Χριστόφορο Σάββα, τον Στάθη που ήταν απομονωμένος στον Ασκά με τα ψυχολογικά του και από τους γλύπτες τον μετρ Νίκο Δυμιώτη που λάτρευε το μάρμαρο. Από τις γυναίκες ζωγράφους μού άρεσε η Καίτη Στεφανίδου και η Νίτσα Χατζηγεωργίου. Σημείωσε ό,τι, οι περισσότεροι Κύπριοι ζωγράφοι δεν ξέρουν σχέδιο, σύνθεση, και πάσχουν από αχρωματοψία.


Η τέχνη είναι έκφραση-ιστορία-ντοκουμέντο-μαρτυρία-διαμαρτυρία-αποκάλυψη.


Τελικά, τι άνθρωποι είστε εσείς οι καλλιτέχνες;

Οι καλλιτέχνες είναι παράξενοι, αλλόκοτοι, ιδιότροποι, διορατικοί, ιδιόμορφοι, είναι ξένοι στην ίδια την πατρίδα τους. Είναι η αιχμή του δόρατος στον πολιτισμό. Μας περιφρονούν, δεν δίνουν δεκάρα για εμάς.

 



Σύντομο βιογραφικό

Ο Ανδρέας Ιωακείμ-Καϊμάκης γεννήθηκε στον Πολύστυπο Λευκωσίας το 1951. Από το 1974 μέχρι το 1979 σπούδασε γλυπτική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών με δάσκαλο τον Γιάννη Παππά. Παράλληλα, παρακολούθησε τα εργαστήρια γυψοτεχνίας-χαλκοχυτικής (έπαινος) και αγιογραφίας. Το 1979 τιμήθηκε με το βραβείο προσκομισθέντων έργων. Σε δύο ατομικές εκθέσεις στη Λευκωσία, το 1988 και το 1996, παρουσίασε έργα σχεδίου, ζωγραφικής και γλυπτικής, Οργάνωσε επίσης δύο ατομικές εκθέσεις σχεδίου, ζωγραφικής και γλυπτικής στη γενέτειρά του, Πολύστυπο, το 2001 και 2004 καθώς και αναδρομική έκθεση στην Πύλη Αμμοχώστου το 2008. Το 1980 παρουσίασε ποιητική δουλειά στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών. Έχει εκδώσει 10 ποιητικές συλλογές. Τον Αύγουστο του 2006 κυκλοφόρησε CD με τίτλο «Αποστάγματα» που αποτελεί ανθολόγηση των 7 ποιητικών του συλλογών. Το καλοκαίρι του 2007 κυκλοφόρησε CD με τίτλο «Προφητικά» με τέσσερα τραγούδια σε στίχους και μουσική δική του. Το 2008 κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Ανδρέας Ιωακείμ Καϊμάκης, Εικαστικά Ποιήματα», από τις Εκδόσεις ΕΝ ΤΥΠΟΙΣ. Οι τελευταίες 3 ποιητικές συλλογές του κυκλοφόρησαν το 2015 με τίτλους «Με δυο σφαίρες στο κρανίο», «Ηλιόφωτος των Ηλιοτροπίων» και «Σιθρού Φορέματα» από τις Εκδόσεις ΕΝ ΤΥΠΟΙΣ.


ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ