Έχω Θέμα
Οι πρώτες μέρες μετά την Εισβολή [4 Κύπριοι -παιδιά τότε- θυμούνται]
Ζητήσαμε από 4 συμπατριώτες μας, οι 2 εκ των οποίων πρόσφυγες -πλην όμως και οι 4 είχαν εγκαταλείψει τα σπίτια τους-, να μας περιγράψουν τις πρώτες μέρες μετά την τουρκική εισβολή της 20ης Ιουλίου του 1974.
Επιμέλεια: Μιχάλης Μιχαηλίδης / Ανδρέας Κάτσιης
Κυρίως, θέλαμε αν είναι δυνατόν να εστιάσουν στη φιλοξενία που έτυχαν άλλους Κύπριους, ενίοτε αγνώστους, αλλά και στο πως ήταν η καθημερινότητά τους ως παιδιά, όπως επίσης και στις αναμνήσεις που κουβαλούν μέχρι σήμερα…
Είναι σίγουρα δύσκολο να μιλάς για τις μέρες του πολέμου και της εγκατάλειψης όταν έχεις βιώσει από πρώτο χέρι την προσφυγιά, τη βία, τον όλεθρο, την προδοσία... Είναι όμως εξίσου ελπιδοφόρο να ακούς πόσο μεγαλόψυχος και πρόθυμος να βοηθήσει (ανιδιοτελώς) ήταν ο κόσμος τότε, σε κάθε γωνιά του νησιού όπου κατέφθαναν χωρίς ελπίδα οι πρόσφυγες και γενικά όλοι όσοι εγκατέλειψαν τα σπίτια τους.
Έστω κι αν ήταν παιδιά, οι 4 των οποίων τις ιστορίες θα διαβάσεις πιο κάτω, έχουν μέχρι σήμερα έντονες αναμνήσεις και νοιώθουν ευγνωμοσύνη για τους ανθρώπους με τους οποίους μοιράστηκαν τη ζωή και την καθημερινότητά τους (στα Καμπιά, στο Κοιλάνι, στο Φρέναρος, στην Ορμήδεια, στον Κάμπο της Τσακκίστρας) για το διάστημα αμέσως μετά την εισβολή και μέχρι να «ηρεμίσουν» λίγο τα πράγματα.
Μιράντα Ιωαννίδου
Τον Ιούλιο του 1974 ήταν 5,5 ετών
Τρία από τα πιο μεγάλα παιδιά του ιερέα μάς έδωσαν τα κρεβάτια τους και οι ίδιοι ξάπλωναν στο πάτωμα. Τα μεσημέρια, ολόκληρη η 12μελής οικογένεια περίμενε να βάλουμε πρώτα εμείς φαγητό και μετά να βάλουν αυτοί.
Στην φωτογραφία είναι η Μαρία Νεοφύτου Καραζένου, στο πρώτο της σπίτι μετά την προσφυγιά [πηγή: Retrocyprus]
Όταν έγινε η πρώτη εισβολή, μέναμε στο κέντρο της Λευκωσίας -πολύ κοντά στην πράσινη γραμμή. Όλοι στη γειτονιά τρομοκρατηθήκαμε τόσο πολύ από τους βομβαρδισμούς, που αποφασίσαμε να μετακινηθούμε εκτός Λευκωσίας για να είμαστε πιο ασφαλισμένοι. Ήμουνα τότε 5,5 χρονών και ήμασταν μαζί με τη μαμά, τη γιαγιά και τη μικρή (15 μηνών) αδελφή μου... Ο πατέρας μου έφεδρος και ο παππούς φύλακας στην Υδατοπρομήθεια -και οι δυο είχαν παρουσιαστεί στα πόστα τους. Η υπόλοιπη οικογένεια... στην Κερύνεια.
Έτσι, πήραμε το αυτοκίνητο μας, μαζί με άλλους φίλους γείτονες και πήραμε το δρόμο με προορισμό τα Καμπιά, έξω από τη Λευκωσία. Ήμασταν τρεις οικογένειες -τρία αυτοκίνητα- και καταλήξαμε στο χωριό Πέρα.
Εκεί αποφασίσαμε να μείνουμε για λίγο μέχρι να περάσει ο μεγάλος πανικός και ο όλεθρος του πολέμου. Οι δυο οικογένειες που ήταν μαζί μας, βρήκαν ένα σπίτι (ανώγειο) εγκαταλειμμένο, χωρίς παράθυρα και αποφάσισαν να μείνουν προσωρινά σε αυτό. Η μητέρα μου, λόγω του ότι είχαμε μαζί τη γιαγιά μου και τη μικρή αδελφή μου, αποφάσισε να πάει στην εκκλησία του χωριού, και να μείνουμε εκεί στο προαύλιο μέχρι να έρθει ο παπάς να μας ανοίξει για να μπούμε και να μείνουμε προσωρινά μέσα στην εκκλησία. Νομίζω, η μητέρα μου, το σκέφτηκε αυτό γιατί που αλλού θα μπορούσε να είναι περισσότερο ασφαλισμένη μια 35χρονη γυναίκα, με τα μωρά και την γριά μάνα της;
Όταν ήρθε ο ιερέας, μια γλυκιά πατρική φιγούρα, μας χαμογέλασε και είπε στη μητέρα μου ότι δεν μπορούμε να μείνουμε μέσα στην εκκλησία. Την ίδια στιγμή της πρότεινε να πάμε να μας φιλοξενήσει σπίτι του –μαζί με την πολύτεκνη οικογένειά του. Έτσι, καταλήξαμε στο σπίτι του Ιερέα του χωριού... ένα σπίτι φτωχικό αλλά γεμάτο φιλοξενία και αγάπη.
Ο ιερέας, η γυναίκα και τα παιδιά του (12 στο σύνολο) έκαναν τα πάντα για να μας κάνουν να νοιώσουμε σαν το σπίτι μας. Τρία από τα πιο μεγάλα παιδιά του ιερέα, μας έδωσαν τα κρεβάτια τους και οι ίδιοι ξάπλωναν στο πάτωμα. Τα μεσημέρια, ολόκληρη η μεγάλη αυτή οικογένεια περίμενε να βάλουμε εμείς φαγητό και μετά να βάλουν αυτοί. Τα μεγαλύτερα παιδιά έπαιζαν μαζί μου και με την αδελφή μου, κρατώντας μας συντροφιά... τρομερή η φιλοξενία και η αγάπη που γευτήκαμε από αυτούς τους ανθρώπους που καθόλου δεν γνωρίζαμε, σε αυτές τις μαύρες μέρες του πολέμου.
Για μένα, όλα ήταν πρωτόγνωρα και τόσο παράξενα... η ζωή στο χωριό, το σπίτι που είχε μια εσωτερική αυλή, με τις κότες του, τα κουνέλια του, τις κατσίκες του στο πίσω μέρος του σπιτιού... οι μυρωδιές του ροδοστάματος στην κουζίνα τους, το πλατύ χαμόγελο των παιδιών, το πρωινό ξύπνημα του πετεινού... Για μένα, ως παιδί, όλο αυτό έμοιαζε με εκδρομή... Η μάνα μου και η γιαγιά μου όμως, μαζί με τον Ιερέα και τους άλλους, γεμάτοι αγωνιά την έβγαζαν μέρα-νύχτα γύρω από ένα ραδιόφωνο... Μέχρι που ήρθε η μέρα να έρθουμε πίσω στο σπίτι μας στη Λευκωσία... και όλα πια έμοιαζαν σαν ένα όνειρο.
Αξέχαστος ο πόλεμος, μα μου έδωσε την ευκαιρία να θυμούμαι πάντα την καλοσύνη και την φιλοξενία αυτών των ανθρώπων... Ο Θεός να τους έχει καλά!
Μάχη Σολωμού
Τον Ιούλιο του 1974 ήταν 3 ετών
Εγώ 3 χρονών και ο αδελφός μου ενός. Οι γονείς μου ήταν βέβαιοι πως φεύγαμε προσωρινά. Λίγο τριφύλλι και νερό στα κουνέλια, μαζί με ένα «τελευταίο» κλείδωμα της πόρτας.
Από την πρόσφατη επίσκεψη της Μάχης Σολωμού στο χωριό Κοιλάνι, με αφορμή τη Γιορτή του Γλυτζιηστού
Φύγαμε από το χωριό μας, την Κάτω Ζώδια, στις 15 Αυγούστου, μέσα σε ένα Ford Cortina, μαζί με τους γονείς μου, τον αδελφό μου, τον παππού και τη γιαγιά. Η μητέρα μου μάζεψε 1-2 σεντόνια, λιγοστά ρούχα, πανάκια για τον αδελφό μου… ενώ η γιαγιά μου (μέσα στον πανικό από τους βομβαρδισμούς και το άγνωστο αύριο), πήρε μια πετσέτα και τύλιξε μία δωδεκάδα ασημένια κουταλάκια. Εγώ 3 χρονών και ο αδελφός μου ενός. Οι γονείς μου ήταν βέβαιοι πως φεύγαμε προσωρινά. Λίγο τριφύλλι και νερό στα κουνέλια, μαζί με ένα «τελευταίο» κλείδωμα της πόρτας.
Πρώτος σταθμός η Δροσερή Ποταμιά όπου μείναμε για ένα βράδυ στις 15 Αυγούστου. Και έπειτα το Κοιλάνι -το χωριό ενός συγγενή/γείτονα μας στη Ζώδια ο οποίος μας είπε πως θα ήταν ο πιο ασφαλής χώρος για τους πρόσφυγες. Εμείς δεν είχαμε ξανακούσει για αυτό το χωριό.
Φτάσαμε στις 16 Αυγούστου, μέσα στη νύκτα -μαζί με άλλους συγγενείς ήμασταν 20 άτομα. Μάθαμε πως όλα τα διαθέσιμα σπίτια είχαν γεμίσει με πρόσφυγες. Αρχικά, μας είπαν να μείνουμε σε ένα στάβλο μέχρι να ξημερώσει. Όμως έπειτα ήρθε ο «μουχτάρης» του χωριού και μας είπε πως υπήρχε ένα σπίτι, του οποίου ο ιδιοκτήτης ζούσε στην Αφρική. Για δύο μήνες μέναμε και οι 20 στο σπίτι αυτό. Οι άντρες κοιμόντουσαν στην αυλή και οι υπόλοιποι στα δύο υπνοδωμάτια. Στους δύο μήνες οι υπόλοιποι συγγενείς (όλοι κυβερνητικοί/εκπαιδευτικοί) μετακόμισαν Λευκωσία και επέστρεψαν στις δουλειές τους.
Ο πατέρας μου, μέσα σε λίγες βδομάδες πήγε στο Ομάν μαζί με τους Ιωάννου & Παρασκευαΐδης, ενώ εγώ, η μητέρα μου και ο αδελφός μου μείναμε για 6 μήνες μέχρι να βγουν οι βίζες μας. Οι παππούδες μου έμειναν για 4 χρόνια, έτσι τα καλοκαίρια πηγαίναμε και μέναμε μαζί τους.
Οι συνθήκες ήταν πάρα πολύ δύσκολες και ειδικά το μεταφορικό μέσο. Για να πάμε για βασικά ψώνια ή στον παιδίατρο, έπρεπε η μητέρα μου να πάρει το λεωφορείο στις 5 το πρωί (που έπαιρνε τους εργάτες στη Λεμεσό) με επιστροφή στις 5 το απόγευμα. Και για να κλείσεις ραντεβού με τον γιατρό, το μόνο τηλέφωνο που υπήρχε ήταν στον αστυνομικό σταθμό.
Το πρώτο μαγειρικό σκεύος που αγοράσαμε ήταν μια τεράστια κατσαρόλα. Και μαγείρευε η μαμά μου, οι θείες μου και η γιαγιά, με τη σειρά.
Μπορεί να μην είχαμε υλικά αγαθά, είχαμε όμως την αγάπη και την καθημερινή φιλοξενία ενός ολόκληρου χωριού. Η Χρυστάλλα και ο Ανθής, η Αμαλία και η Ρεβέκκα, ήταν οι γείτονες μας και δεν μας άφηναν μέρα χωρίς την φροντίδα τους. Μας έφερναν ότι μαγείρευαν και το φαγητό ερχόταν πάντα με ένα τεράστιο χαμόγελο, ζεστές αγκαλιές, ένα καλό λόγο… ενώ πάντοτε ήταν «πασπαλισμένο» με αγάπη. Η γιαγιά μου τους βοηθούσε με το ζύμωμα, ιδιαίτερα με τα αρκατένα. Έκανε ότι να ‘ναι για να νοιώσει και πάλι χρήσιμη… να νοιώσει έστω και για λίγο την καθημερινότητα που έχασε από το χωριό της. Τέτοια ζεστή φιλοξενία σε μία περίοδο όπου χάσαμε τα πάντα, σημαίνει πολλά. Και σίγουρα δεν ξεχνάς ποτέ αυτό το συναίσθημα ζεστασιάς, αγάπης, και το να «ανήκεις» και πάλι κάπου. Αυτοί οι άνθρωποι θα είναι πάντα στην καρδιά μας και μέρος της οικογένειάς μας.
Τα παραδοσιακά Γλυτζιηστά
Μέχρι σήμερα, 42 χρονιά μετά, μας στέλνουν κασόνια με ότι παράγουν -σταφύλι, σιουσιούκο, αρκατένα, κρασί, ζιβανία, παλουζέ.
Εκεί μάθαμε να φτιάχνουμε «Γλυτζιηστά», ένα παραδοσιακό γλυκό το οποίο δίνουν ως κέρασμα στους αρραβώνες -μαζεύονται όλες οι γειτόνισσες και τα φτιάχνουν.
Η απλότητα η φιλοξενία και η αυθεντικότητα χαρακτηρίζουν τον κάθε Κοιλανιώτη. Ένα ολόκληρο χωριό ζει σαν μία οικογένεια. Μία οικογένεια που πρόσθεσε δεκάδες πρόσφυγες στην γνήσια αυτή «παρέα». Το χωριό αυτό το χαρακτηρίζει η καθαριότητα -ασπρογιασμένοι τοίχοι (με μία δόση μπλε!), πιθάρια και γλάστρες-, καθαρά και αγνά όπως οι καρδιές των Κοιλανιωτών.
Στις 17 Ιουλίου, πήγαμε και τους είδαμε… στη Γιορτή του Γλυτζιηστού!
Φάνης Πατσαλίδης
Τον Ιούλιο του 1974 ήταν 11 ετών
Όλοι έψαχναν κάπου να ξεκουραστούν, να κάνουν ένα μπάνιο, να χρησιμοποιήσουν την τουαλέτα, να ξανανιώσουν για λίγο άνθρωποι.
Φωτογραφία από το οικογενειακό άλμπουμ [το ίδιο και η κεντρική φωτογραφία του άρθρου]
Καταγόμαστε από το Βαρώσι, μέναμε εκεί που τώρα είναι η περίκλειστη περιοχή. Τότε ήμουν 11 χρονών, αλλά όλα ήταν τόσο έντονα που ακόμη τα θυμάμαι σαν να ήταν χθες.
Μόλις έγινε η εισβολή, μεταφερθήκαμε σε συγγενείς μας στη Δερύνεια. Συγκεκριμένα, στην θεία Μαρούλλα, στην οποία μείναμε για αρκετές μέρες, αφού πιστεύαμε πώς θα τελείωνε το κακό και σύντομα θα επιστρέφαμε στο σπίτι μας και τη ζωή μας.
Αργότερα και αφού τίποτα δεν άλλαζε, φύγαμε και πήγαμε στο Φρέναρος. Εκεί, κάτι μακρινοί συγγενείς είχαν ένα χωράφι, στο οποίο προθυμοποιήθηκαν να μας φιλοξενήσουν, μέχρι να τελειώσουν οι φασαρίες.
Άλλοι στ’ αυτοκίνητα, άλλοι χύμα κάτω από δέντρα, μια κατάσταση δύσκολη, αλλά δεν είχαμε επιλογή. Όταν μας ενημέρωσαν ότι πλησίαζαν οι Τούρκοι, έπρεπε να φύγουμε και πάλι για να γλυτώσουμε. Καταλήξαμε τυχαία στο χωριό Ορμήδεια. Δεν ξέραμε κανέναν εκεί, αλλά όλα τα σπίτια ήταν ανοιχτά για να μας φιλοξενήσουν, να μας βοηθήσουν.
Μέναμε στο σπίτι ενός κυρίου που δεν γνωρίζαμε καν. Μας άνοιξε την πόρτα του, μας υποδέχτηκε και μας βοήθησε, τόσο εμάς, όσο και ένα σωρό άλλους πρόσφυγες. Όλοι έψαχναν κάπου να ξεκουραστούν, να κάνουν ένα μπάνιο, να χρησιμοποιήσουν την τουαλέτα, να ξανανιώσουν για λίγο άνθρωποι.
Εκεί, μεταξύ αγνώστων μείναμε και εμείς και κοιμόμασταν, θυμάμαι, στη βεράντα εκείνου του -κατάμεστου από πρόσφυγες- σπιτιού. Οι ιδιοκτήτες ήταν πολύ φιλόξενοι και μας έδιναν μέσα από τη ψυχή τους ότι μπορούσαν.
Η ζωή στην προσφυγιά
Ο καιρός περνούσε και έπρεπε να φύγουμε, να προχωρήσουμε. Ο πατέρας μου, στην Αμμόχωστο, είχε το δικό του ταξιδιωτικό γραφείο, και γνώριζε αρκετό κόσμο στο χώρο, σε όλη την Κύπρο. Έτσι αποφασίσαμε να πάμε σε ένα ξενοδοχείο που διατηρούσε ένας συνεργάτης του, στη Λάρνακα.
Λεφτά δεν είχαμε γιατί ακόμα η κατάσταση ήταν έκρυθμη και δεν είχαμε πρόσβαση σε τράπεζες. Του ζητήσαμε να μας φιλοξενήσει για όσο χρειαζόταν και μόλις ξανάρχιζε ο πατέρας μου να εργάζεται θα τους πληρώναμε όλα τα χρωστούμενα. Δεν μας αρνήθηκε, μείναμε στο ξενοδοχείο για λίγες εβδομάδες.
Με τα πρώτα χρήματα που έβγαλε ο πατέρας μου, επέστρεψε για να πληρώσει όσα χρωστούσε. Στην πορεία, ενοικιάσαμε το δικό μας σπίτι στη Λάρνακα, ενώ μετά από λίγο βρεθήκαμε Λεμεσό, όπου και κατοικούμε έως σήμερα.
Αυτό που κρατώ είναι η γενικότερη προσφορά βοήθειας απ’ όλους. Παντού, έβρισκες μια πόρτα ανοιχτή και ένα κομμάτι ψωμί. Το μόνο μελανό σημείο που θυμάμαι έντονα, όμως, πέραν των γεγονότων της εισβολής, ήταν όλοι αυτοί που στήριξαν ή συμμετείχαν στο πραξικόπημα, το οποίο είχε προηγηθεί. Ακόμα και μετά το διαμοιρασμό της πατρίδας μας και τον ευρύτερο ξεριζωμό, εξακολουθούσαν να μας κάνουν τη ζωή δύσκολη και βασανιστική.
Κλαίρη Σκουφίδου
Τον Ιούλιο του 1974 ήταν 11 ετών
Μια κυρία μάς είπε να πάμε σπίτι τους. Μείναμε για δυο βδομάδες. Ήμασταν συνολικά 25 οι φιλοξενούμενοι. Οι ίδιοι έφευγαν από το σπίτι, πήγαιναν στους γείτονες, για να μπορούμε εμείς να κοιμόμαστε…
Άποψη του χωριού Κάμπος
Κάναμε διακοπές στο παραθαλάσσιο Καραβοστάσι, δίπλα στον Ξερό Μόρφου. Συνηθίζαμε να πηγαίνουμε εκεί κάθε χρόνο, τα τελευταία 3-4 χρόνια πριν το 1974.
Δευτέρα, 15 Ιουλίου, που έγινε το πραξικόπημα, ήμασταν ήδη εκεί. Όταν έγινε το πραξικόπημα ήρθαν από Λευκωσία κι άλλοι συγγενείς, μέχρι να ξεκαθαρίσει η κατάσταση.
Παρασκευή (19 Ιουλίου) βράδυ, ήρθε ένας γνωστός και φίλος ο οποίος είχε κάποια σχέση με τα πολιτικά και μας είπε πως, είχε πληροφορία ότι θα γινόταν εισβολή…
Το βράδυ της Παρασκευής, λόγω του ότι άκουσαν πως η απόβαση θα γίνει είτε από Μόρφου είτε από Κερύνεια, ήθελαν να φύγουν αλλά ήταν φυσικά και ο περιορισμός (κέρφιου) ένεκα του Πραξικοπήματος. Οπότε, μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα... Έτσι, περίμεναν να ξημερώσει. Όλα τα μωρά κοιμηθήκαμε -σύνολο 7 μωρά εκ των οποίων τα 2 βρέφη- ενώ οι μεγάλοι έμειναν ξάγρυπνοι.
Στις 5 το πρωί ετοιμαστήκαμε για επιστροφή στη Λευκωσία. Είπαμε, α δεν θα γίνει κάτι τελικά, οπότε πάμε πίσω σπίτι μας. Και μόλις ετοιμαστήκαμε για να ξεκινήσουμε, ακούσαμε την πρώτη κανονιά από τον Κορμακίτη.
Τότε, αναγκαστικά γυρίσαμε τα αυτοκίνητα προς τα βουνά. Φτάσαμε στο πρώτο χωριό που ήταν ο Κάμπος, στα καφενεία της πλατείας. Ο κόσμος ήταν αναστατωμένος. Άρχισαν οι ανακοινώσεις από το ραδιόφωνο ότι γίνεται εισβολή και καλούσαν τους εφέδρους. Επικρατούσε ένας πανικός.
Ένας γνωστός μας, μας είπε να πάμε σπίτι του, στο πατρικό του. Μείναμε εκεί μέχρι το απόγευμα. Την ίδια μέρα ήρθε μήνυμα ότι το παιδί αυτό σκοτώθηκε στον πόλεμο…
Το βράδυ φύγαμε και πήγαμε στην Τσακίστρα. Ρωτήσαμε αν υπάρχει σπίτι να ενοικιάσουμε και μια κυρία μάς είπε να πάμε σπίτι τους, στο εξοχικό τους -κανονικά ζούσαν Λευκωσία οι άνθρωποι. Ένας αστυνομικός με καταγωγή από την Πάφο, μαζί με τη γυναίκα του και τις 3 κόρες του.
Μείναμε για δυο βδομάδες. Ήμασταν συνολικά 25 οι φιλοξενούμενοι. Οι ίδιοι έφευγαν από το σπίτι, πήγαιναν στους γείτονες, για να μπορούμε εμείς να κοιμόμαστε…
Ως παιδί που ήμουν, παρά τον πόλεμο, δεν έχω άσχημες αναμνήσεις. Δεν θυμούμαι να περνάμε δύσκολα, τα παιδιά παίζαμε, ενώ μέσα σε όλο αυτό θυμούμαι έντονα και τα αριθμημένα πολεμικά ανακοινωθέντα που ακούγαμε.
Γίναμε φίλες με τα κορίτσια, οι πιο μεγάλοι νανουρίζαμε τα βρέφη, ενώ από την άλλη θυμάμαι και τους μεγάλους που ήταν ανήσυχοι, αγωνιούσαν, σκέφτονταν.
Λίγες μέρες μετά άρχισαν τα αεροπλάνα να βομβαρδίζουν τα γύρω δάση, οπότε οι μεγάλοι σκέφτηκαν να κάνουν στην αυλή ένα κρησφύγετο για να μπαίνουμε μέσα σε τυχόν βομβαρδισμούς. Δεν χρειάστηκε, ευτυχώς, να μπούμε εκεί, ενώ συχνά-πυκνά θυμάμαι τους κατοίκους να σβήνουν φωτιές στο δάσος μετά από βομβαρδισμούς.
Όταν έγινε η εκεχειρία, μεταξύ πρώτης και δεύτερης εισβολής, επιστρέψαμε στο Καραβοστάσι για να πάρουμε κάποια πράγματα που αφήσαμε. Αυτό που δεν θα ξεχάσω ποτέ είναι η ερημιά που αντικρύσαμε αλλά και η θάλασσα που ήταν απίστευτα φουρτουνιασμένη, έστω κι αν ήμασταν στην καρδιά του καλοκαιριού. Ακόμα και η φύση έμοιαζε να είναι αναστατωμένη. Η εικόνα αυτή μάς προκάλεσε πανικό και αναστάτωση, οπότε φύγαμε αμέσως.
Μέχρι τέλη Σεπτεμβρίου μείναμε στην Τσακίστρα και ακολούθως επιστρέψαμε Λευκωσία για να πάμε σχολείο.
Ήταν απίστευτα φιλόξενοι και στοργικοί όλοι οι άνθρωποι εκεί απέναντί μας, έστω κι αν δεν μας ήξεραν. Πήγα πρόσφατα ξανά στον Κάμπο, για πρώτη φορά έπειτα από τόσα χρόνια, και ένοιωσα ξανά το ίδιο όμορφα με τότε!
Η Αργύρα και τα εγγόνια της στην προσφυγιά [πηγή: Retrocyprus]