Αποσπάσματα από συνεντεύξεις και βιβλία του Μάνου Χατζιδάκι.
«Από την ώρα που ο Frankenstein γίνεται στόλισμα νεανικού δωματίου, o κόσμος προχωράει μαθηματικά στην εκμηδένιση του. Γιατί δεν είναι που σταμάτησε να φοβάται, αλλά γιατί συνήθισε να φοβάται. Κι εγώ με τη σειρά μου δεν φοβάμαι τίποτα περισσότερο, απ το μυαλό της κότας. Απ’ το να υποχρεωθώ να συνομιλήσω με μια κότα ή μ’ ένα σκύλο, ή τέλος πάντων, μ ένα ζώο δυνατό πού βρυχάται. Τί να τους πω και πώς να τους το πω; Και μήπως δεν είναι εξευτελισμός, αν επιχειρήσω να μεταφράσω ή να καλύψω τις σκέψεις μου, κάτω από φράσεις απλοϊκές και ηλίθια νοήματα, για να καθησυχάσω τυχόν τη φιλυποψία μιας κότας, που όμως έχει άνωθεν τοποθετηθεί για να μας ελέγχει και να μας καθοδηγεί;».
[Σχόλιό του στο Γ' Πρόγραμμα της ΕΡΤ, Κυριακή 30 Ιουλίου 1978]
«Μου αρέσουν οι δεκαοχτάχρονοι όταν δεν τραγουδάνε, οι εικοσιτετράχρονοι όταν ακούνε, οι τριαντάχρονοι όταν συνομιλούνε, οι συνομήλικοι όταν φανερώνουν παιδεία και ζωτικότητα, και οι εις ηλικίαν γέροντες όταν σιωπούν χαμογελώντας με κατανόηση».
[Aπό συνέντευξη που παραχώρησε το 1986 στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο για το περιοδικό «Playboy»]
«Γιατί η παράδοση έχει αξία μονάχα όταν δεν στηρίζεται στην αναπαράσταση, αλλά στην καθημερινή και δίχως επιτήδευση ζωή μας. Όταν δηλαδή το κληροδότημα χρησιμοποιείται φυσικά, και δίχως την ανάγκη επεξήγησης. Τότε μονάχα οφείλει να υπάρχει. Διαφορετικά, θα ‘ναι καλό να εξαφανιστεί μέσα στον Χρόνο, κι ας έχουμε πιο δεύτερες συνήθειες αποκτήσει. Γιατί η ποιότητα της κληρονομιάς ανήκει στη ζωντανή ύλη που περιέχουμε, κι όχι στο ήθος ή στο ύφος αλλοτινών καιρών».
[Απόσπαμα από το βιβλίο «Τα σχόλια του τρίτου»]
«Βιώνουμε μέρα με τη μέρα περισσότερο το τμήμα του εαυτού μας – που ή φοβάται ή δεν σκέφτεται, επιδιώκοντας όσο γίνεται περισσότερα οφέλη. Ώσπου να βρεθεί ο κατάλληλος «αρχηγός» που θα ηγηθεί αυτό το κατάπτυστο περιεχόμενό μας. Και τότε θα ‘ναι αργά για ν’ αντιδράσουμε. Ο νεοναζισμός είμαστε εσείς κι εμείς – όπως στη γνωστή παράσταση του Πιραντέλο. Είμαστε εσείς, εμείς και τα παιδιά μας. Δεχόμαστε να ‘μαστε απάνθρωποι μπρος στους φορείς του AIDS, από άγνοια αλλά και τόσο «ανθρώπινοι» και συγκαταβατικοί μπροστά στα ανθρωποειδή ερπετά του φασισμού, πάλι από άγνοια, αλλά κι από φόβο κι από συνήθεια».
[Από κείμενό του που δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 1993 στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία»]
«Πιστεύω πως η τέχνη του τραγουδιού αποτελεί κοινωνικό λειτούργημα, γιατί το τραγούδι μας ενώνει μέσα σ’ ένα μύθο κοινό. Κι όπως στον χορό ενώνουμε τα χέρια μεταξύ μας για ν’ ακολουθήσουμε ίδιες ρυθμικές κινήσεις, έτσι και στο τραγούδι ενώνουμε τις ψυχές μας για ν’ ακολουθήσουμε μαζί, τις ίδιες εσωτερικές δονήσεις. Κι όσο για τον κοινό μύθο που δεν υπάρχει στις μέρες μας, τον σχηματίζουμε καινούριο κι απ’ την αρχή κάθε φορά. Κάθε φορά που νιώθουμε βαθιά την ανάγκη να τραγουδήσουμε».
[Απόσπασμα από το βιβλίο «Ο καθρέφτης και το μαχαίρι», Εκδόσεις Ίκαρος, 1988]
«Ομολογώ ότι μ’ αρέσουν και τα λάθη μου. Δε μετανοώ ούτε για τα λάθη μου. Αλλά δε θα ‘θελα να τα ξανακάνω. Όπως δε μετανοώ για τις ωραίες στιγμές μου αλλά δε θα ήθελα να τις ξαναζώ. Με ενδιαφέρουν πολύ οι στιγμές που θέλω να ζήσω παρά αυτές που έζησα».
[Από συνέντευξη που παραχώρησε το 1984 στην Μαρία Ρεζάν]
«Ποτέ δεν πρόκειται να τελειώσει η ανθρώπινη περιπέτεια αλλά και η ανθρώπινη ευπιστία. Πάντα ο άνθρωπος θα πιστεύει πως τα όνειρά του θα δικαιωθούν. Αλλά και πάντα θα αγνοεί πως ο ίδιος καταστρέφει τα όνειρά του με το να ξυπνά κάθε πρωί. Κάθε πρωί κι όχι για πάντα, μια και μόνη φορά».
[Απόσπασμα από το βιβλίο «Ο καθρέφτης και το μαχαίρι», Εκδόσεις Ίκαρος, 1988]
«Αυτή είναι η ελληνική πραγματικότητα. Είμαστε συμπλεγματικοί, διότι είμαστε «σοβαροί». Και είμαστε επίσης θρασείς. Και η θρασύτητά μας ενισχύεται από όλη την πολιτική πραγματικότητα. Και αυτή είναι η πραγματικότητα σήμερα».
[Συνέντευξη στο περιοδικό «Σινεμά», Νοέμβριος 1991]
«Έχω την εντύπωση ότι δεν υπάρχει φιλόμουσο κοινό στην Κύπρο. Και ότι αν τυχόν συγκεντρώθηκε κάποιος κόσμος για να ακούσει τις συναυλίες μου, ήταν μόνο και μόνο γιατί ήξερε τ' όνομά μου. Αλλά δεν νομίζω ότι υπήρχε μία προπαρασκευή ν' ακούσουν αυτό που έκανα και, γενικά, βρήκα ότι στην Κύπρο δεν υπάρχει καμία προετοιμασία από μέρους του κράτους στο να δημιουργηθεί ένα κοινό που ν' ακούει μουσική. Και παρ' όλο που έχετε βγάλει εξαίσιους πιανίστες και όλοι υπάρχουν στο εξωτερικό».
[Συνέντευξη στον Χρήστο Μαυρή για το κυπριακό λογοτεχνικό περιοδικό «Η άμαξα», 1984]
«Μ’ αρέσει να σκέπτομαι! Και συγχρόνως, δεν έπαψα ν’ ανακαλύπτω καινούργιες αφετηρίες δραστηριότητός μου. Γιατί ποτέ δεν κουράζομαι! Γι’ αυτό, τίποτε δεν σημαίνει, αν δυο χρόνια έκανα εκείνο ή δεν έκανα το άλλο, παρουσίασα αυτό και δεν παρουσίασα το άλλο. Γιατί όλ’ αυτά κάθε μέρα υπάρχουν μέσα μου, και δεν έχω σταματήσει ούτε στιγμή να τα ζω».
[Συνέντευξη στον Ρένο Αποστολίδη για το περιοδικό «Τα Νέα Ελληνικά», 1966]
Γεννήθηκε στην Ξάνθη και μετά τον χωρισμό των γονιών του, το 1932, μετακόμισε με την μητέρα και την αδελφή του στην Αθήνα. Εργάστηκε ως εκφορτωτής, παγοπώλης, βοηθός νοσοκόμος. Η πρώτη εμφάνισή του ως συνθέτης πραγματοποιείται το 1944, σε ηλικία 19 ετών, με τη συμμετοχή του στο έργο «Τελευταίος Ασπροκόρακας» στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν. Πολλά από τα εκατοντάδες έργα που συνέθεσε για σπουδαίες ταινίες του ελληνικού και του διεθνούς κινηματογράφου -και όχι μόνο- αναγνωρίζονται σήμερα ως κλασικά. Το 1960 βραβεύεται με το βραβείο Όσκαρ για το τραγούδι «Τα παιδιά του Πειραιά» από την ταινία «Ποτέ την Κυριακή». Το ‘75 γίνεται διευθυντής του τρίτου προγράμματος της κρατικής ραδιοφωνίας και το ‘89 ιδρύει την Ορχήστρα των Χρωμάτων. Γεννήθηκε σαν σήμερα το 1925 και έφυγε από την ζωή στις 15 Ιουνίου του 1994.