Έψηναν παϊδάκια στα κάρβουνα και έπιναν μπίρες. Ήταν Παρασκευή, εννιά παρά το βράδυ. Δεν γιόρταζαν κάτι συγκεκριμένο. Ήταν στο σπίτι του Μάριου. Ο κουμπάρος του Μάριου ρώτησε για τον Γιωρκή. Τον είχε πεθυμήσει.
Ο Γιωρκής είναι γείτονας του Μάριου. Και φίλος του. Τους χωρίζουν καμιά τριανταριά χρόνια και εφτακόσια μέτρα. Ο Γιωρκής είναι βοσκός, γύρω στα εβδομηνταπέντε. Είναι φορτωμένος ιστορίες. Ανθρώπων και ζώων. Επίσης είναι ο μοναδικός άνθρωπος που καθώς σου μιλά -συχνά- χρειάζεσαι μεταφραστή προκειμένου να καταλάβεις. Ντοπιολαλιά.
Περπάτησαν με τις μπίρες στο χέρι προς το σπίτι του Γιωρκή. Η πόρτα ήταν ανοιχτή. Καλοκαιρινή νύχτα. Ξάπλωνε στον καναπέ ο Γιωρκής και έβλεπε τηλεόραση. Σχεδόν τον είχε πάρει ο ύπνος. Τα κουμπιά του πουκαμίσου του ήταν ανοιχτά και η δερμάτινη ζώνη του λυμένη. Δεν φορούσε παπούτσια. Ήταν ντυμένος στα μαύρα.
Πρώτος, πέρασε ο κουμπάρος του Μάριου στο σπίτι. Μπήκε με την ίδια άνεση που θα έμπαινε και στο σπίτι κάποιου κολλητού του. Μετά, πέρασε το κατώφλι κι ο Μάριος. Η κυρία Φρόσω, η γυναίκα του Γιωρκή, σιδέρωνε. Το έπιπλο δίπλα στην τηλεόραση ήταν φορτωμένο οικογενειακές φωτογραφίες. Στον τοίχο, αναρτημένο ένα παλιό κάδρο με το πρόσωπο του Μακαρίου.
«Καλησπέρα κυρία Φρόσω. Ήρθαμε να πιάσουμε τον άντρα σου» της είπε κοφτά ο κουμπάρος.
Της γνωστοποίησε τον σκοπό της επίσκεψής τους χωρίς να της ρίξει ούτε ένα βλέμμα. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στον καναπέ. Δεν παρατηρούσε απλώς τον Γιωρκή, τον απολάμβανε. Απολάμβανε τον τρόπο που άραζε μεγαλοπρεπώς.
Ο Γιωρκής δεν άλλαξε τη στάση του σώματός του, δεν γύρισε καν προς το μέρος τους. Ούτε τα χέρια του δεν μετακίνησε. Τα άφησε δεμένα στο σβέρκο του. Μόνο χαμογέλασε, μειλίχια, με την παρουσία τους.
Ο Μάριος είχε μείνει πίσω. Δεν μίλησε καθόλου. Άνοιξε το στόμα του μόνο για να πιει μια γουλιά μπίρα απ’ το μπουκάλι. Η κυρία Φρόσω σιδέρωνε ένα ριγέ πουκάμισο.
Πέρασαν μερικές στιγμές χωρίς να μιλήσει κανείς. Καμία κίνηση. Εκτός από το σίδερο.
Και ξαφνικά κουνήθηκε. Δεν δυσκολεύτηκε να σηκώσει το αδύνατο κορμί του. Κάθισε στον καναπέ προσπαθώντας να μη δείχνει το χαμόγελό του. Φόρεσε τα μαύρα ταλαιπωρημένα παπούτσια του. Έδεσε τα κορδόνια δίχως να βιάζεται. Περπάτησε με αργόσυρτο βηματισμό μέχρι τον διάδρομο και στάθηκε μπροστά στον μικρό καθρέφτη. Κουμπώθηκε και χτένισε με μια παλιά κτένα τα άσπρα, αραιά, μαλλιά του. Έκανε μεταβολή, γύρισε προς το μέρος τους.
«Πάμε» αποκρίθηκε.
Κίνησαν προς το κατώφλι. Πριν προλάβουν να ξεπορτίσουν, η κυρία Φρόσω διέκοψε το σιδέρωμά της. Τους κοίταξε, σχεδόν, αυστηρά.
«Να πάτε στο καλό τζιαι λόγια στροντζυλά».
«Λόγια στροντζυλά» μονολόγησε ψιθυριστά ο κουμπάρος και χαμογέλασε. Δεν είχε ακούσει ξανά τη φράση. Βγήκαν στην αυλή. Περπάτησαν μέσα από τον κήπο, βρέθηκαν στο δρόμο. Ο Μάριος περπατούσε κι είχε αγκαλιά τον Γιωρκή. Ο κουμπάρος μασουλούσε τραχανά. Είχε αρπάξει δύο κομμάτια απ’ τον τραχανά που είχε απλωμένο η κυρία Φρόσω στην αυλή. Ήταν ξινός καθώς πρέπει.