Κατέβηκε από το λεωφορείο με τη στρατιωτική του τσάντα στον ώμο. Μπήκε στο περίπτερο δίπλα στη στάση. Έβγαλε από τη τσέπη κάμποσα κέρματα, αγόρασε έτοιμο καφέ και τσιγάρα. Ξεκίνησε με τα πόδια για το σπίτι.
Μετρούσε δεκατρείς συνεχόμενες μέρες χωρίς έξοδο. Του φάνηκαν αιώνας. Με τον Τάσο είχαν να συναντηθούν άλλο τόσο. Επιτέλους, ο θεός των φαντάρων τους βοήθησε. Συνέπεσαν οι έξοδοί τους.
Ο Αντώνης κι ο Τάσος μεγάλωσαν μαζί. Ίδια τάξη στο δημοτικό, ίδιο θρανίο στο γυμνάσιο. Ξύλο, βόλτες, όλα παρέα. Χώρισαν με την κατάταξή τους. Ο καθένας τη θητεία του, την πορεία του. Την αναζήτησή του.
Περπατούσε και πληκτρολογούσε στο κινητό «Μόλις βγήκα. Πάω να βρω τα παιδιά για πρόβα. Θα τα πούμε το βράδυ».
«Σου έχω έκπληξη» έλαβε σύντομα απάντηση από τον Τάσο.
Τα φώτα στους δρόμους της πόλης είχαν ανάψει όταν τελείωσε η πρόβα. Ο Αντώνης πήγε στο σπίτι του. Βρήκε τους κεφτέδες που μαγείρεψε η μάνα του, έφαγε και μπήκε για μπάνιο. Ετοιμαζόταν για την βραδινή τους έξοδο.
Πέρασε ο Τάσος με το παλιό του Toyota. Άνοιξε την πόρτα και αντί χειραψίας, χτύπησαν ο ένας τη γροθιά του άλλου με πάθος. Ξεκίνησαν να απαριθμούν τα νέα τους -όσα νέα μπορεί να έχει κάποιος εντός στρατοπέδου. Μετά έπιασαν την πάρλα, γελούσαν. Κόκκινο. Ο Τάσος σταμάτησε στο φανάρι. Έσκυψε, άνοιξε το ντουλαπάκι του συνοδηγού. Πήρε το πακέτο με τα προφυλακτικά και το σήκωσε επιδεικτικά.
«Θα σε πάω σε πάρτι δυνατό» έκανε με αυτοπεποίθηση.
Ο Αντώνης κούνησε το κεφάλι του «Κατάλαβα… Με Παντελίδη και Πάολα θα τη βγάλουμε και πάλι».
Έκλεισε για μερικά δευτερόλεπτα τα μάτια του. «Α ρε Τάσο» ψέλλισε.
Πάρκαραν σε ένα άδειο οικόπεδο. Ο Τάσος ψεκάστηκε με ακόμα μερικές ποσότητες κολόνιας που έχει πάντα στο αμάξι. Πήρε το μπουκάλι ρούμι που αγόρασε για δώρο και το πέταξε στον Αντώνη. «Εσύ θα το δώσεις».
Ανέβαιναν στον πρώτο, απ’ τη σκάλα της καινούριας πολυκατοικίας. Πλησίαζαν και στον Αντώνη έκανε εντύπωση πως δεν ακουγόταν κανένας Παντελίδης, καμία Πάολα.
«Αυτό κι αν είναι έκπληξη» γύρισε προς το μέρος του. Ο Τάσος για απάντηση τέντωσε το χέρι του, με κλειστή την παλάμη και σηκωμένο το μεσαίο δάκτυλο.
Συνήθως, οι γνωριμίες του Τάσου προέρχονται από τις πίστες, τα μπουζουκομάγαζα και τα κωλόμπαρα. Οπότε, το ότι περίμεναν την πόρτα του διαμερίσματος να ανοίξει κι απ’ τα ηχεία ακουγόταν ο Sebastien Tellier, στον Αντώνη, φαινόταν άκρως εξωτικό.
Πράγματι ήταν όπως τα είχε πει ο Τάσος. Ωραίο πάρτι. Ακριβά ποτά κι ένα τεράστιο διαμέρισμα. Θα έπαιρνε όρκο πως ήταν οι νεαρότεροι -με διαφορά- από όλους τους καλεσμένους. Οι γυναίκες ήταν σούπερ μα και οι άντρες, δεν πήγαιναν πίσω. Εκεί ήταν τα μάτια του Αντώνη, στους άντρες.
Έριχναν πάγο στα ποτά που έφτιαξαν, όταν τους πλησίασε η οικοδέσποινα. Ο Τάσος τη χαιρέτισε κι εκείνη τον αγκάλιασε φιλώντας τον, λες και γνωρίζονταν δεκαπέντε χρόνια. Έκανε τις συστάσεις και έπιασαν κουβέντα, εξηγώντας στον Αντώνη τον τρόπο της γνωριμίας τους. Ο μπαγάσας περπατούσε από το στρατόπεδο προς την πόλη κάνοντας ωτοστόπ κι η οικοδέσποινα που περνούσε τυχαία απ’ εκεί, τον μάζεψε. Ποιος βάζει στο αυτοκίνητο του έναν άγνωστο στις μέρες μας; Ο Τάσος έχει πάντα τον μαγικό τρόπο. Γοητεύει. Κομψός, περιποιημένος και με ένα μόνιμο χαμόγελο σχηματισμένο στα χείλη του. Επίσης, δείχνει το καλύτερο παιδί του κόσμου. Ανέκαθεν τραβούσε τα βλέμματα και με τον λόγο του, έπειθε τους πάντες.
Ο Αντώνης έπινε το ποτό του δίχως να πολυμιλά και τσούγκριζε μαζί τους. Cheers το cheers, γουλιά τη γουλιά άρχισε να νιώθει πιο άνετα. Πέρα από άνετα ένιωθε και την οικοδέσποινα να τον πλησιάζει όλο και περισσότερο. Με τον Τάσο χαριεντιζόταν μα εκείνον «κάρφωνε». Με ένα βλέμμα που του προκαλούσε αμηχανία. Μετά από αρκετή ώρα που πέρασε μαζί τους, ευγενικά, τους άφησε συνεχίζοντας το σεργιάνι της από πηγαδάκι σε πηγαδάκι. Ενδιάμεσα, λίκνιζε το καλλίγραμμο σώμα της στο ρυθμό της μουσικής.
«Μαλάκα σε γουστάρει» είπε χαριτολογώντας ο Τάσος μόλις απομακρύνθηκε.
«Ξεκόλλα ρε» απάντησε ο Αντώνης και τον άρπαξε από τον ώμο αγκαλιάζοντας τον. «Πάμε στο μπαλκόνι να κάνουμε ένα τσιγάρο με την ησυχία μας;» συνέχισε.
Ήταν μέσα του Δεκέμβρη ωστόσο ο καιρός δεν είχε ψυχράνει ιδιαίτερα. Ο ουρανός ήταν καθαρός και από το ύψωμα όπου βρισκόταν η πολυκατοικία φαινόταν όλη η πόλη. Το μάτι τους έπιανε μέχρι τον παραλιακό. Άναψαν τα τσιγάρα τους και ακούμπησαν στο κάγκελο του μπαλκονιού.
«Και γαμώ τις γειτονιές» αναφώνησε ο Τάσος χωρίς να πάρει απάντηση από τον φίλο του.
Μεσολάβησαν μερικές στιγμές κι ύστερα, παίρνοντας ύφος σοβαρό, άνοιξε και πάλι το στόμα του. «Θα μου πεις τι σε βασανίζει ρε;».
Ο Αντώνης άφησε ένα αναστεναγμό και ήπιε μια γουλιά από τη βότκα του με σπράιτ. Ο Τάσος ήταν γυρισμένος προς το μέρος του αλλά εκείνος, δεν του έριξε ούτε μία ματιά. Κοιτούσε στο βάθος. Οι γερανοί του λιμανιού διακρίνονταν επιβλητικοί, φωτισμένοι, σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο.
«Λέγε ρε μαλάκα. Τι έχεις; Μίλα μου».
Ο Αντώνης τελείωσε το τσιγάρο του και με μια κίνηση των δακτύλων, εκσφενδόνισε τη γόπα στο κενό.
«Έχω κολλήσει με ένα πρόσωπο. Είναι όλη μέρα μες στο μυαλό μου και δεν ησυχάζω».
«Αυτό είναι; Και γιατί δεν είπες τίποτα στο φίλο σου ρε κωλόπαιδο;». Ο Τάσος ήταν εμφανώς χαρούμενος με την ανακοίνωση. «Και ποιος είναι ρε; Τον ξέρω;» συμπλήρωσε.
«Δεν είναι άντρας» απάντησε ο Αντώνης. «Αυτό ψάχνω να σου πω τόσο καιρό… κόλλησα με γυναίκα».
Τη σιωπή που ακολούθησε, έσπασε το ποτήρι που έπεσε από τα χέρια του Τάσου, γεμίζοντας το πάτωμα με θρύψαλα. Ταυτόχρονα, η γυάλινη συρόμενη πόρτα άνοιγε και η οικοδέσποινα, μες την τρελή χαρά, τους φώναζε. «Αγόρια μου, ελάτε μέσα, θα πουντιάσετε!».