γράφει ο Κωνσταντίνος Παντζόγλου
Έπεσα τυχαία πάνω στο κείμενό του. Εντυπωσιάστηκα γιατί δεν γνώριζα πως ο άνθρωπος που έχει γράψει το βιβλίο "Όσα χωράει μια στιγμή" ζει εκτός Ελλάδας, και πως έχει διανύσει τόσο πολύ δρόμο για να φτάσει κάπου, στο δικό του κάπου. Ο απολογισμός του, ίσως είναι μία απάντηση-προτροπή στους μετανάστες της νέας γενιάς ή αλλιώς η κραυγή της νέας γενιάς μεταναστών που εγκαταλείπουν την Ελλάδα, προφανώς και την Κύπρο, αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο. Όμως είναι τα πράγματα όπως τα φαντάζονται; Ο Στέφανος Λίβος, δημοσιοποιώντας το δικό του story, έχει την απάντηση. Όμως αυτό που λέει ή αυτό που κατάλαβα-εισέπραξα, και το βρήκα συγκλονιστικό, είναι ότι μεταναστεύοντας, κινδυνεύεις κι εκεί που θα πας βρεθείς μπροστά στην κρίση. Την προσωπική και τη συλλογική. Είναι φανερό πάντως το συναίσθημα των ανθρώπων που έχουν ξενητευτεί για ένα καλύτερο σήμερα, κι όχι ένα καλύτερο αύριο όπως θα λέγαμε παλιά, πως περνάει σ' αυτό το κείμενο, και πως αφήνει ένα ερώτημα να αιωρείται. Να μείνω ή να φύγω;
Αυτά είναι κάποια από τα σημεία του κειμένου που με έκαναν να το διαβάσω ξανά και ξανά. Εδώ θα το βρεις ολόκληρο.
"Σήμερα κλείνω 3 χρόνια στο εξωτερικό, μετανάστης, όπως οι παππούδες μου τη δεκαετία του ’50. Η ιστορία που ακολουθεί είναι ένας απολογισμός και μια εξομολόγηση συνάμα, με πράγματα που ελάχιστοι ξέρουν για μένα.
Πήρα την απόφαση να φύγω όταν άρχισα να λυπάμαι τον εαυτό μου. Ήμουν 26 χρονών, ότι είχα τελειώσει το στρατό, έμενα ξανά με τους γονείς μου κι είχα περάσει το καλοκαίρι μου δουλεύοντας σερβιτόρος στην οικογενειακή επιχείρηση που είχαμε ανοίξει (η οποία μετά από ένα χρόνο έκλεισε, αδυνατώντας να ανταπεξέλθει στις προκλήσεις της κρίσης και του all-inclusive τουρισμού).
Ένιωθα πως μετά από 8 χρόνια, ήμουν πάλι στο μηδέν. Ένιωθα σαν ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί. Δεν την μπορούσα την ανεργία. Εξοντωτική, εξευτελιστική. Και μιλάω χωρίς καμιά διάθεση προσβολής προς οποιονδήποτε άνεργο. Έτσι ένιωθα εγώ όμως και αυτό απλά περιγράφω.
Άρχισα να κάνω αιτήσεις στην Αγγλία, κυρίως επειδή δεν ήξερα άλλη γλώσσα, πέρα από κάτι λίγα ιταλικά.
.... Ο τίτλος της θέσης: support worker. Ελάχιστα ήξερα για τα καθήκοντα ενός support worker, αλλά θα μάθαινα πολύ γρήγορα. Μια μείξη νοσοκόμου, εργοθεραπευτή και ψυχολόγου. Τα καθήκοντα πολλά, από το να αλλάζεις πάνες σε ηλικιωμένους με αυτισμό μέχρι να τους πηγαίνεις για bowling.
Δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι θα έκανα κάτι τέτοιο. Το έκανα όμως. Και το έκανα αδιαμαρτύρητα. Κανείς από τους φίλους μου δεν ήξερε όλη την αλήθεια. Tη μαθαίνουν τώρα. Ήξερα ότι θα ακουγόταν περίεργο ότι έγινα μετανάστης για να αλλάζω πάνες.
Εγώ όμως ένιωθα ότι προσέφερα σε αυτούς τους ανθρώπους κάτι καλό, βγάζοντας, παράλληλα, τα δικά μου λεφτά. Ήμουν ανεξάρτητος. Τότε κατάλαβα ότι καμιά δουλειά δεν ήταν ντροπή. Ντροπή είχα νιώσει στην ζωή μου μόνο όταν δεν προσέφερα τίποτα και ζητούσα από τους γονείς μου λεφτά για να βγω για καφέ.
....
Μπορεί καθημερινά να άλλαζα πάνες σε έναν 60χρονο παππού, αλλά έκανα το όνειρό μου πραγματικότητα, δημοσίευα τα κείμενά μου και είχαν ανταπόκριση. Το μεγαλύτερο παράδοξο που βίωσα ποτέ. Ήταν η πρώτη φορά στην ζωή μου όμως που ήμουν τόσο προσηλωμένος σε κάτι.
Μετά και τη δημοσίευση του μυθιστορήματος στα Αγγλικά, 8 μήνες ήδη στο Bournemouth, έβαλα στόχο να βρω δουλειά στο Λονδίνο.
... και ήρθα στο Λονδίνο, όπου τον περασμένο Δεκέμβρη έκλεισα 2 χρόνια, δουλεύοντας σε πτέρυγα ψυχικής υγείας, περιβάλλον όχι πολύ ευχάριστο αρκετές φορές. Μπορεί πλέον να μην άλλαζα πάνες, αλλά είχα άλλα καθήκοντα, που αν τα έβλεπα σε ταινίες, θα με έπιανε η ψυχή μου.
...
Οι περισσότεροι στην Ελλάδα, νομίζουν ότι, επειδή μένεις στην Αγγλία, ζεις όπως οι χαρακτήρες του Παπακαλιάτη.
Οι περισσότεροι φίλοι μου νομίζουν ότι τους κοροϊδεύω. ‘Οπως και οι περισσότεροι στην Ελλάδα, νομίζουν ότι, επειδή μένεις στην Αγγλία, ζεις όπως οι χαρακτήρες του Παπακαλιάτη. Καμία σχέση όμως. Οι Έλληνες του Λονδίνου είναι χιλιάδες. Πολλοί εργάζονται σε τράπεζες, σε πολυεθνικές, σε εταιρείες ΙΤ. Βγάζουν καλά λεφτά, αλλά δουλεύουν όλη μέρα. Εγώ δουλεύω φυσιολογικές ώρες, αλλά δε βγάζω ούτε καν τα μισά.
...
Απλά δεν καταλαβαίνω πού θα με βγάλει αυτός ο δρόμος. Ποιο είναι το νόημα να είσαι μετανάστης και ό,τι βγάζεις να το δίνεις; Μπορεί να κερδίζεις πολλά σε εμπειρίες, αλλά δε θα καταφέρεις ποτέ να τις ρευστοποιήσεις για να πληρώσεις τους λογαριασμούς σου.
Δεν είναι εύκολο να ζεις στο εξωτερικό. Σε αντίθεση με 50-100 χρόνια πριν, πλέον η κρίση είναι παγκόσμια. Όπου και να πας, βρίσκεις είτε ανεργία και χαμηλούς μισθούς είτε υψηλούς μισθούς και υψηλό κόστος ζωής ταυτόχρονα. Και παράλληλα έχεις να αντιμετωπίσεις τους διάφορους αστικούς μύθους: στο εξωτερικό, αυτόν του χρεοκοπημένου και τεμπέλη Έλληνα. Στο εσωτερικό, αυτόν του καλοπερασάκια νεομετανάστη που κλαίγεται χωρίς λόγο.
Παρ’ όλα αυτά, δε θα γύριζα στην Ελλάδα. Εκτός από την ανεργία, θα είχα να αντιμετωπίσω και το συντηρητισμό, τη διαφθορά, τον ωχαδερφισμό, τον ερασιτεχνισμό, το ψευτοβόλεμα.
...
Επιμύθιο: τρία χρόνια μετανάστης, ο απολογισμός είναι θετικός. Όχι όμως τόσο θετικός όσο πίστευα κάποτε. Αυτό που αναρωτιέμαι είναι αν είμαι η εξαίρεση ή αν έτσι νιώθουν και άλλοι νέοι που ζουν εκτός Ελλάδας."