Ξύπνησε με ένα κόμπο στο στομάχι. Και πάλι. Πλύθηκε και ξυρίστηκε. Πέρασε στην κουζίνα και ενεργοποίησε την καφετιέρα. Ο καιρός ήταν μουντός και υγρός. Δεν έβρεχε. Πήρε τα κλειδιά του και βγήκε. Καφέ δεν έφτιαξε. Έφυγε βιαστικά αν και δεν είχε κάπου συγκεκριμένα να πάει. Κανένα ραντεβού. Δεν τον κυνηγούσε ο χρόνος. Μπήκε στο αμάξι και ακολούθησε τη διαδρομή που έκανε, συνήθως, για να πάει στη δουλειά του. Με τη διαφορά πως δεν θα στάθμευε στον καθορισμένο χώρο της εταιρίας. Ούτε και σήμερα. Δεν θα καλημέριζε τους συναδέλφους του. Δεν θα χτυπούσε κάρτα. Σήμερα δεν φόρεσε καν ρούχα. Βγήκε απ’ το σπίτι μόνο με το εσώρουχο και το ξεθωριασμένο μαύρο, μακό φανελάκι με το οποίο κοιμάται. Οδηγούσε ακούγοντας ραδιόφωνο. Στο δρόμο συνάντησε τους πρωινούς. Τα φώτα πορείας τους αναμμένα. Φορτηγά, διπλοκάμπινα φορτωμένα, επαγγελματικά βαν. Ψυγεία. Οδηγοί αγουροξυπνημένοι. Αυτοκίνητα με δασκάλους επιβάτες. Πάντα ξεχωρίζεις ένα αμάξι που μεταφέρει δασκάλους. Δεν έβαλε μουσική. Έκανε ζάπινγκ στα fm. Ο εκφωνητής διάβαζε τους τίτλους των εφημερίδων. Άλλαξε συχνότητα. Σχόλια για την επικαιρότητα. Διαφημίσεις. Άκουσε την εισαγωγή του δελτίου ειδήσεων. Αναγούλα. Το έσβησε. Μετάνιωσε που δεν έφτιαξε τον καφέ. Που δεν ήπιε έστω μια γουλιά. Αναρωτήθηκε πώς επιβιώνουν οι άνθρωποι που δεν πίνουν καφέ. Οδηγούσε αρκετή ώρα. Μπήκε στον παραλιακό δρόμο. Με κατεύθυνση ανατολική. Ο παραθαλάσσιος δρόμος σχεδόν έρημος. Πάντα ελκυστικός. Σταμάτησε σε μια καφετέρια, παρόλο που αποφεύγει να παίρνει καφέ απ’ έξω. Αναζητούσε την καφεΐνη. Μετά συνειδητοποίησε την περιβολή του. Αναθεώρησε. Οδήγησε ακόμα μερικά χιλιόμετρα. Πέρασε τα ξενοδοχεία και ακολούθησε ένα μικρό χωματόδρομο. Πάρκαρε το αυτοκίνητο κοντά στην ακροθαλασσιά. Πίσω από ένα δέντρο. Ποτέ δεν θυμάται τις ονομασίες των δέντρων. Έβγαλε τα γυαλιά του και κατέβηκε. Περπάτησε προς τη ταραγμένη θάλασσα και μπήκε μέσα, χωρίς να αφαιρέσει το εσώρουχο και την μπλούζα. Το νερό ήταν κρύο. Πολύ κρύο. Δεν τον απώθησε καθόλου. Άρχισε να κολυμπά. Βρήκε το ρυθμό του και τις απαραίτητες αναπνοές. Το σώμα του ανέβαζε σιγά-σιγά θερμοκρασία. Πέρασαν γύρω στα είκοσι λεπτά, ίσως και περισσότερα, όταν άλλαξε κατεύθυνση κολύμβησης. Επέστρεφε προς τη στεριά. Θυμήθηκε την κουβέντα της Karen Blixen. «Η θεραπεία για όλα είναι αλμυρό νερό: ιδρώτας, δάκρυα, ή η θάλασσα».
φωτογραφία: Ελεάννα