Έχουν περάσει ήδη πέντε μέρες από την προηγούμενη Κυριακή και η γεύση από τα εξαιρετικά μύδια (φώτο) είναι ακόμα στο μυαλό μου. Και τα τρία σος, εξαιρετικά. Ειδικά αυτό με το λευκό κρασί, αξίζει πολλά βραβεία.
Είχαμε πάει βόλτα ως τη Λεμεσό (μετά από κάμποσο καιρό) και καταλήξαμε στο Puesta για φαγητό. 100 μέτρα από τη θάλασσα, η θέα εξαιρετική, ο καιρός ηλιόλουστος, οι μουσικές αυτό ακριβώς που περιμένεις από ένα μαγαζί που βρίσκεται στην παραλία, οι σερβιτόροι σπιρτόζοι, η ατμόσφαιρα κοσμοπολίτικη αλλά συνάμα χαλαρή, το φαγητό άψογο… Από το σολομό και τα λιγκουίνι με καβούρια, μέχρι την (σχεδόν ενός κιλού) μπριζόλα, όλα value for money. Όταν παίρνεις σαλάτα με θαλασσινά (η οποία αρκεί και περισσεύει για 5 άτομα), ορεκτικά (αρκετά για 5 άτομα), ένα κυρίως για τον καθένα, ένα εξαιρετικό κρασί των €28 (Μαλαγουζιά -Κτήμα Γεροβασιλείου), κάτι νερά και αναψυκτικά και όταν συνυπολογίσεις ότι όλα αυτά τ’ απολαμβάνεις μερικά μέτρα μακριά από την θάλασσα, τότε είσαι σίγουρος πως τα €30 (ανά άτομο) που πληρώνεις, θεωρείται ένα απόλυτα λογικό ποσό.
Φεύγεις απ’ εκεί με το κοντέρ της απόλαυσης να έχει χτυπήσει κόκκινο και ψάχνεις ήδη αφορμές για να επιστρέψεις. Στο δρόμο της επιστροφής κάνεις κλικ ότι δυο μέρες μετά είναι αργία. 25η Μαρτίου, όπου όλη η Κύπρος θα πάει για ψάρι. Παρόλο που για έναν «νούσιμο» άνθρωπο θα ‘ταν φρονιμότερο να αποφύγει την έξοδο μια τέτοια μέρα (με την ίδια λογική που αποφεύγεις το Valentine’s και την παραμονή Πρωτοχρονιάς), επιχειρήσαμε να κλείσουμε ξανά τραπέζι στη Λεμεσό. Δοκιμάσαμε σε 4-5 μαγαζιά, ήταν όμως όλα γεμάτα. Εναλλακτική επιλογή η Λάρνακα (που επίσης γινόταν της τρελής), ώσπου τελικά καταλήξαμε στο Παραλίμνι.
«Κέντρο» γνωστό, που προσφέρει κυρίως ψάρι. Γεμάτο κόσμο, τα γκαρσόνια τρέχουν σαν τρελοί, οι δίσκοι με το φαγητό έρχονται σε χρόνο ρεκόρ… Πως γίνεται ρε φίλε να μου φέρνεις σε πέντε λεπτά κάτι που κανονικά θέλει δέκα λεπτά για να ψηθεί; Εκείνη ακριβώς τη στιγμή κατάλαβα το λόγο που ο σερβιτόρος (σχεδόν) επέμενε να πάρουμε χταπόδι και καλαμάρι. Κατά τ’ άλλα, η σαλάτα των €12 ήταν λίγη (για 4 άτομα), οι πατατούλες ακόμα πιο λίγες, ο βλάχος (των €50!) σχεδόν δεν υπήρχε στο πιάτο, το φρέσκο χταπόδι εκτός από λίγο ήταν και σκληρό (προφανώς γιατί είχε ψηθεί ώρες πριν έτσι ώστε να προλάβουν την κοσμοσυρροή), ενώ με μόνο 2 μπίρες και ένα νερό πληρώσαμε και πάλι €30 ανά άτομο. Από το value for money, μέσα σε μόνο δυο μέρες περάσαμε στο «βάλ' του μάνι-μάνι, να φάει τζιαι να φεύκει». Ούτε ιώδιο μυρίσαμε (σε κάποια φάση, μάλιστα, μύριζε λιβάνι), ούτε μουσική ακούσαμε (παρά μόνο βαβούρα), ούτε το σέρβις μας ικανοποίησε. Μια mass production λογική που την πληρώνεις κιόλας πολύ ακριβά.
Για να μην παρεξηγηθώ, σε καμιά περίπτωση δεν φταίνε αυτοί. Πρώτο, γιατί εγώ επέλεξα να πάω για ψάρι τη χειρότερη μέρα που θα μπορούσα να το κάνω, δεύτερο γιατί εγώ επέλεξα το συγκεκριμένο εστιατόριο από το οποίο είχα ξανά στο παρελθόν άσχημη εμπειρία (μια δεύτερη ευκαιρία θέλησα να δώσω) και τρίτο, γιατί άφησα το γκαρσόνι να μου σετάρει το μενού έτσι όπως τον βόλευε. «Γιατί γκρινιάζεις αφού είσαι μαλάκας;», όπως εύλογα θα ρωτούσε και ένας φίλος.