«Κόρη!», άκουσε ο εφοδεύων να του φωνάζουν. Γύρισε μα δεν είδε κανένα, παρά μόνο μια φευγαλέα κίνηση πίσω απ’ τον τοίχο της σκοπιάς. Πάλι θα κρύβονταν σκέφτηκε. Πού θάρρος να του μιλήσουν στα μούτρα; Γύρισε πάλι και συνέχισε την πορεία του. «Ρε, ππούστη!», η ίδια φωνή ακούστηκε πάλι. Δεν απαντούσε, από τέτοια είχε συνηθίσει με τα τόσα που άκουσε από τότε που κατατάγηκε στον κυπριακό στρατό.
Έφτασε τελικά στο γραφείο του. Μπήκε, έκλεισε, κλείδωσε την πόρτα πίσω του. «Θκιάολε!», φώναξε χτυπώντας με το χέρι του με όση δύναμη είχε τον φρεσκοβαμμένο άσπρο τοίχο. Γύρισε στηρίζοντας την πλάτη του στον τοίχο κι έσκυψε αργά-αργά στο πάτωμα. Το χέρι του είχε ματώσει. Τα μάτια του ήταν τώρα βουρκωμένα. Κοίταζε με θολό βλέμμα όλα τα «κατεπείγοντα» και «άκρως απόρρητα» έγγραφα που έπρεπε να διευθετήσει.
Είχε κάπου δεκατέσσερις μήνες στη μονάδα τούτη, μα δεν είχε ακόμη καταφέρει να κάμει κανένα φίλο. Μόνο κάτι «ανώμαλοι», όμοιοι μ’ αυτόν του μιλούσαν πότε-πότε, με φόβο κι επιφύλαξη πάντα κι αυτοί. Όχι πως δεν ήταν κοινωνικό άτομο, κάθε άλλο. Είχε παρόμοια θέματα και στο σχολείο, μα εκεί είχε τους φίλους του και άλλους που τον υποστήριζαν και τους καθηγητές που κάποτε επέβαλλαν την τάξη. Στον στρατό όμως ήταν διαφορετικά. Έπαιζε εκτός γηπέδου, ήταν εκτός περιβάλλοντος. Και το τραγικό ήταν ότι δεν υπήρχε τίποτα που μπορούσε να κάνει. Εφόσον διοικητές και επιτελείο κουβαλούσαν τα ίδια και χειρότερα μυαλά.
Όταν κάποιος άρρεν καλείται να υπηρετήσει τη στρατιωτική θητεία του δεν ξέρει τι να περιμένει φυσικά. Σύντομα -πριν καλά-καλά το καταλάβει- βρίσκει τον εαυτό του σ’ έναν νέο γι’ αυτόν μικρόκοσμο, μια μικροκοινωνία με δικούς της νόμους και κανονισμούς, οι περισσότεροι άγραφοι. Τρομακτικό, ε; Και, παρά το -καθ’ όλα- παρανοϊκό αυτό σκηνικό, όλοι μας, σχεδόν σαν υπνωτισμένοι, αναγκαστικά οφείλουμε να υπακούσουμε στις αξιώσεις του σαθρού αυτού μικρόκοσμου.
Τι κάνεις, λοιπόν, όταν το κατεστημένο σού εναντιώνεται τόσο κοινωνικά όσο και νομικά, ενώ εσύ δεν μπορείς να είσαι τίποτα άλλο εκτός από τον εαυτό σου; Όταν δεν υπάρχει ούτε ένας φορέας να σε προστατεύσει; Τι κάνεις τότε; Στον στρατό συμβαίνουν πολλές αυτοκτονίες. Ή, εφόσον ορισμένοι το προτιμούν, πολλά «ατυχήματα». Συχνά ακούγεται η εκδοχή ότι ο στρατιώτης δεν άντεξε τον πόνο ενός χωρισμού με την κοπέλα του. Και εγώ -ο αθώος σε σημείο αφέλειας- ρωτώ: Ποιος μπορεί να πει με τόση σιγουριά πως ο στρατιώτης είχε κοπέλα και όχι αγόρι; Ή ποιος αρμόδιος εξετάζει τόσο εξονυχιστικά όλα αυτά τα περιστατικά και μπορεί να επιβεβαιώσει πως ο χωρισμός ήταν όντως η αιτία της αυτοκτονίας; Η λέξη bullying σας λέει κάτι;
Μάριος Α.
Άλλος ένας Κύπριος ομοφυλόφιλος στρατιώτης.