Όλο το πρωί έβρεχε ασταμάτητα. Καθότανε στο εργαστήρι του μα δεν δούλευε. Ήταν ένα ήσυχο απόγευμα. Ήσυχο ήταν και το τηλέφωνο. Ούτε μια κλήση. Βρισκόταν κάπου στο όριο να βαρεθεί. Ξαναδιάβαζε την εφημερίδα. Δεν άφησε άρθρο πίσω. Μέχρι και τις κηδείες. Δεν ήξερε κανέναν. Έπινε το υπόλειμμα καφέ που είχε μείνει απ’ το φραπέ του.
Εκείνη την ώρα πέρασε την πόρτα του μαγαζιού του ο γείτονας, με το μόνιμο χαμόγελό του. «Έρχεσαι να δείς κάτι;».
Ρούφηξε μια γουλιά η οποία ήταν μόνο αφρός, έκανε ένα μορφασμό στιγμιαίας πικρίας και σηκώθηκε με όρεξη απ’ το γραφείο του. Τον ακολούθησε δίπλα.
Είναι γείτονες τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Κολλητά τα μαγαζιά τους μέσα στην κοινή στοά. Καλημερίζονται το πρωί, κουβεντιάζουν καμιά φορά κατά τη διάρκεια της ημέρας και καληνυχτίζονται την ώρα που σχολάνε. Προχώρησαν στο τέρμα της στοάς. Ο γείτονας έδειξε με τον δείκτη του χεριού του κάτω, το έδαφος. «Κοίτα τα».
Ήταν τέσσερα μικροσκοπικά χελιδόνια. Νεογέννητα. Είχαν πέσει από τη φωλιά τους. Έτρεμαν. Σήκωσε το κεφάλι του πάνω, είδε τη σπασμένη φωλιά. Χτισμένη ψηλά, στην εσοχή του φωταγωγού της ξεχασμένης μεγάλης αποθήκης. Η άκρη της χελιδονοφωλιάς είχε αποκολληθεί και έπεσε. Μαζί προσγειώθηκαν άτσαλα και τα νεογέννητα.
Δεν τους πήρε πολύ να αποφασίσουν. Βρήκαν ένα σανίδι. Έφεραν σκάλα, σφυρί, πριόνι και πέντε-έξι καρφιά μεγάλα. Έκοψαν το σανίδι σε κομμάτια. Επέλεξαν μια γωνία στον τοίχο πάνω από τη βιομηχανική, σκουριασμένη, συρόμενη πόρτα. Κάρφωσαν τα ξύλινα κομμάτια στο μπετόν με τρόπο που έκαναν ένα αξιοπρεπές καταφύγιο. Κατασκεύασαν μέσα σε λίγα λεπτά μια πρόχειρη αλλά φιλόξενη φωλιά.
Η μάνα χελιδόνι, αρχικά, πετούσε υστερικά τιτιβίζοντας πανικόβλητη. Μετά στάθηκε σε θέση ευνοϊκή προς παρακολούθηση, στον απέναντι τοίχο. Παρατηρούσε τους δυο άνδρες και τη διαδικασία. Κάποιου είδους επιστάτης. Αραιά και που, κελαηδούσε μάλλον για να καθησυχάσει τα μικρά. Ή από απορία. Ίσως ήθελε να δώσει τεχνικές συμβουλές;
Τα πήραν απαλά, ένα-ένα στη χούφτα τους, σα να’ ναι εύθραυστα και προσεχτικά, τα εναπόθεσαν στη ξύλινη καινούρια φωλιά τους. Φωλιά φτιαγμένη από ανθρώπινα χέρια.
Μάζεψαν τη σκάλα και έβαλαν τα εργαλεία στη θέση τους. Τώρα, περιμένουν. Εύχονται στα τέσσερα μικρά χελιδόνια να επιβιώσουν, να δυναμώσουν και να ανοίξουν φτερά. Να ετοιμαστούν για το ταξίδι τους και να πετάξουν μακριά. Και ποιος ξέρει; Ίσως μεταφέρουν σε άλλα χελιδόνια την ιστορία που συνέβη μια βροχερή Παρασκευή σε εκείνη την παράξενη στοά. Η φωλιά θα είναι εκεί, στη γωνία, πάνω από τη βαριά βιομηχανική πόρτα. Σταθερή, έτοιμη και φιλόξενη. Για όσα πετούμενα αναζητούν καταφύγιο.