Μια ηλιόλουστη μέρα

Article featured image
Article featured image

Ξύπνησε όπως ξυπνούσε κάθε μέρα. Με τον ηλίθιο ήχο που έβγαζε το ξυπνητήρι του. Εφτά και μισή. Σηκώθηκε, έφτιαξε καφέ και έβαλε μουσική. Τον δίσκο «The division bell» των Pink Floyd. Δεν είχε καθόλου άγχος. Τα είχε σχεδιάσει όλα στην εντέλεια. Βήμα προς βήμα, κίνηση τη κίνηση. Χρονομετρημένα και καταγεγραμμένα. Η διαδρομή του μαρκαρισμένη στον μικρό χάρτη με μαύρο μελάνι. Μελέτησε προσεκτικά τα πάντα. Η μηχανή του ήταν φρεσκοσυντηρημένη και με το ντεπόζιτο γεμάτο βενζίνη.

Έπινε καφέ από την αγαπημένη του κούπα. Κάθισε στην πολυθρόνα και έκλεισε τα μάτια. Είχε αδειάσει το μυαλό του από κάθε σκέψη. Οι ήχοι του David Gilmour και της παρέας του ήταν η μόνη παρεμβολή. Ευχάριστη παρεμβολή. Πέρασε γύρω στη μισή ώρα εκεί στην πολυθρόνα. Ακίνητος. Με το μυαλό καθαρό. Άνοιξε τα μάτια, μπήκε στο μπάνιο και έκανε ντους. Ο καφές του είχε κρυώσει. Φόρεσε το τζην του, μια άνετη μακό φανέλα και τα άρβυλά του. Η ώρα είχε περάσει. Πήρε το σακίδιο, κούμπωσε το ρολόι στον καρπό του χεριού του και ρύθμισε το χρονόμετρο. Κατέβηκε στο πάρκιγκ της πολυκατοικίας και ξεκίνησε τη μηχανή. Την άφησε να δουλεύει στο ρελαντί και με ένα κατσαβίδι αφαίρεσε σε κλάσματα του δευτερολέπτου την πινακίδα. Δεν υπήρχε κανείς. Έβαλε πρώτη και εκκίνησε. Ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα. Εκείνη η μέρα ήταν ηλιόλουστη, υπέροχη. Πάρκαρε όπως το είχε σχεδιάσει. Απέναντι από την είσοδο, στη γωνία. Δίπλα απ’ τον μεγάλο κάδο ανακύκλωσης. Έβγαλε το κινητό του και προσποιούταν πως έστελνε μήνυμα. Σε λιγότερο από δύο λεπτά φάνηκε η γιαγιούλα.

Χωρίς να δείχνει περίεργος, ασχολούταν με το τηλέφωνό του και έριχνε ματιές στην περιοχή δράσης του. Τους σκάναρε όλους και όλα καθώς περίμενε. Η γιαγιά πλησίαζε, συνεπής όπως πάντα, στις δέκα. Δέκα και τρία λεπτά. Ανέβαινε αργά μα σταθερά τα έξι πλατιά σκαλοπάτια κι εκείνος ετοιμαζόταν. Με την παρακολούθηση των τελευταίων μηνών, ήξερε ακριβώς την κάθε της κίνηση και πόσο χρόνο χρειαζόταν για το κάθε τι. Το χέρι της πάτησε το κουμπί δίπλα στην πόρτα κι αμέσως κατέβηκε από την παρκαρισμένη μηχανή χωρίς να σβήσει τον κινητήρα. Η πόρτα ασφάλειας  άνοιξε για τη γιαγιά κι εκείνος προχώρησε με γρήγορα βήματα, κρατώντας το σακίδιο στο αριστερό του χέρι. Ήταν μια ανάσα πίσω της. Με το δεξί του χέρι δεν άφησε την πόρτα να κλείσει και την έσπρωξε με δύναμη, προσπέρασε  με ένα σάλτο  την γιαγιά και μπήκε στη τράπεζα. Η γιαγιά τα είχε χάσει, σάστισε και προσπαθώντας με το μπαστούνι της να κρατήσει  ισορροπία, άρχισε να του ξεστομίζει ένα κατεβατό βρισίδια παλαιάς κοπής. Αστραπιαία τράβηξε το πιστόλι απ’ το σακίδιό του, το σήκωσε στον αέρα και γεμάτος αυτοπεποίθηση φώναξε: «Μάγκες μου, ληστεία!».


ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ