Ποδηλατούσε με ένταση. Προχώρησε μέχρι το τέρμα του λιμανιού, πέρασε ξυστά από ένα κάβο και ελάχιστο πριν την άκρη της τσιμεντένιας προβλήτας, έκανε επαναστροφή. Οδήγησε λίγα μέτρα ακόμα, έκοψε ταχύτητα και σταμάτησε κάτω από το πελώριο δέντρο μπροστά στο καφενείο. Ακούμπησε το ποδήλατο στον κορμό και κάθισε στο πρώτο τραπεζάκι χωρίς να το πολυσκεφτεί. Έβγαλε το κινητό της, κοίταξε την οθόνη και αμέσως το απενεργοποίησε. Έριξε μια ματιά γύρω της. Δυο γέροι έπαιζαν τάβλι, κάποιος άλλος έπινε καφέ διαβάζοντας εφημερίδα και μια παρέα -θα στοιχημάτιζε εύκολα πως ήταν- ψαράδες, συζητούσαν και τσουγκρούσαν ποτήρια αναφωνώντας «στην υγειά μας». Δεν έδωσε περαιτέρω σημασία. Ψαχούλευε στη τσάντα της μέχρι που αντιλήφθηκε ένα χαμογελαστό κύριο, με άσπρη ποδιά στη μέση, να στέκεται πάνω από το τραπεζάκι της.
«Καλημέρα. Τι να σας φέρω;» της είπε με βραχνή φωνή.
Του παράγγειλε ένα ποτήρι ούζο ανταποδίδοντάς του το χαμόγελο.
Συνέχισε τη μίνι αναζήτηση στη τσάντα της. Βρήκε το καθρεφτάκι που έψαχνε. Έβγαλε τα μαύρα γυαλιά κι αντίκρισε το είδωλό της. Τακτοποίησε κάπως τα ανακατεμένα μαλλιά της και έφτιαξε το φουλάρι της. Κάθισε πιο αναπαυτικά στην παραδοσιακή καρέκλα και άνοιξε το βιβλίο της στην σελίδα όπου είχε μείνει πριν φύγει άρων-άρων από το ξενοδοχείο. Ξεκίνησε να διαβάζει μα ο εγκέφαλος της δεν επεξεργαζόταν τα μηνύματα που έστελναν τα μάτια. Δεν προχωρούσε. Διάβαζε την ίδια πρόταση ξανά και ξανά. Στο μυαλό της ήταν το σκηνικό όπως είχε εξελιχθεί στο δωμάτιό τους, λίγη ώρα πριν πάνε για πρωινό. Οι φωνές ηχούσαν ακόμα στα αυτιά της. Οι βρισιές που αντάλλαξαν. Πως σκατά τα καταφέρνουν και τσακώνονται κάθε μέρα για βλακείες; Κι άντε να το καταλάβει όταν είναι στην πόλη, με τις δουλειές, τη ρουτίνα κι όλα τα τρεχάματα -για την ακρίβεια δεν το κατάλαβε ποτέ αλλά το δικαιολογούσε κατά κάποιο τρόπο. Αλλά και στις διακοπές τα ίδια; Λειτουργούν, υποτίθεται, σε κατάσταση πλήρους χαλάρωσης, μόνοι οι δυο τους, χωρίς υποχρεώσεις, αφεντικά και τα ρέστα. Το έβρισκε αρρωστημένο. Ξεφύσησε αφήνοντας ένα βαρύ αναστεναγμό.
Έχωσε την κάρτα του ξενοδοχείου ανάμεσα στις σελίδες, έκλεισε το βιβλίο και το ακούμπησε στο μικρό τραπεζάκι. Ήπιε μια γουλιά απ’ το νερωμένο ούζο της και δάγκωσε ένα κομμάτι από τη γραβιέρα που της έφεραν για μεζέ. Παρατηρούσε τα καΐκια και τα ιστιοφόρα που ήταν δεμένα, τα κάμποσα φουσκωτά και τα δυο επιβλητικά γιώτ. Η ατμόσφαιρα των λιμανιών ανέκαθεν τη μάγευε. Έκλεισε τα μάτια και ρουφούσε ιώδιο ανάμεικτο με μυρωδιά απ’ τις μηχανές των πλοιαρίων που μπαινοβγαίνανε στο λιμάνι. Άκουγε τους γλάρους και ένιωθε την αρμύρα να χαϊδεύει τα μάγουλά της. Στα λιμάνια νιώθει άλλο πλάσμα. Νιώθει άνθρωπος.
Ήθελε να βάλει στ’ αυτιά τα ακουστικά της και να επιλέξει το αγαπημένο της playlist, μα αδυνατούσε. Δεν μπορούσε να κάνει την παραμικρή κίνηση. Μάζευε θάλασσα μαζί με γλυκάνισο κάτω απ’ τη σκιά του δέντρου. Με μουσική υπόκρουση τα χάχανα και τις ομιλίες των ψαράδων. Είχε αφεθεί στη ραστώνη. Από το μυαλό της άρχισε να ξεκολλά ο πρωινός τους καυγάς και το είχε αποφασίσει. Πριν φύγουν απ’ το νησί, θα ξεκολλούσε κι εκείνος απ’ τη ζωή της.
Το νοερό ταξίδι και τα σχέδιά της, τα σταμάτησε μια αρρενωπή φωνή που ακούστηκε πίσω απ’ την πλάτη της. Ούτε που είχε πάρει είδηση την ανθρώπινη παρουσία στο πίσω τραπέζι. Άνοιξε τα μάτια ξαφνιασμένη και γύρισε.
Ήρθε αντιμέτωπη με το εκφραστικό βλέμμα ενός ηλιοκαμένου νεαρού.
«Σε μένα μιλάτε;».
«Σε λίγο θα σε πιάσει ο ήλιος εκεί που είσαι, πάρε το ούζο σου κι έλα κάθισε εδώ».