Ήταν η μέρα του. Κάθε Παρασκευή πρωί περνά. Τον βλέπει απ’ το βάθος του δρόμου να πλησιάζει με τον λεβέντικο βηματισμό του. Περήφανος. Πάνω από το πουκάμισο, το γκρί πολυφορεμένο γιλέκο με τις αμέτρητες τσέπες. Το άσπρο του μουστάκι πάντα περιποιημένο. Παρόλο που τα μαλλιά του είναι λιγοστά, καταφέρνει να δημιουργεί μια μικρή, μάγκικη, φράντζα πάνω από το μέτωπό του. Οι τσάντες κρέμονται απ’ τα δυο του χέρια. Τρεις-τέσσερεις τσάντες σε κάθε χέρι κρατά όποτε τον βλέπει. Χώρια αυτές που κρατούσε και ξεπούλησε. Δεν έχει χέρια ο κύριος Ανδρέας, γάντζους έχει. Ξεκινά από το παντοπουλείο, που είναι και η βάση του, και περπατά σε όλο το κέντρο της πόλης με βήμα ορεξάτο. Πόσα χιλιόμετρα να διένυσε άραγε όλα αυτά τα χρόνια ο κύριος Ανδρέας; Τον βλέπει χειμώνα, μες το κρύο. Κι όταν ο καιρός είναι βροχερός, πάνω από το γιλέκο του, φορά ένα κόκκινο ταλαιπωρημένο άνορακ που το λιγουρεύονται οι χίψτερ. Και το καλοκαίρι μες το λιοπύρι. Να περπατά στην πόλη και να διαλαλεί διακριτικά την πραμάτεια του, την ίδια ώρα που τα δελτία ειδήσεων, ενημερώνουν για τις συνθήκες καύσωνα που επικρατούν στο νησί. Ο κύριος Ανδρέας ακάθεκτος, φορτωμένος τα φθαρτά και τα φρούτα του. Και κάθε Παρασκευή τα κουλούρια που φουρνίζει η γυναίκα του.
Όταν περάσει απ’ τον δρόμο του δεν μπορεί να μην κάνει στάση έξω από το εργαστήριό του. Κάθε Παρασκευή έχουν κάποιου είδους άτυπο ραντεβού. Δεν κάθεται όμως. Στο παγκάκι αφήνει την πραμάτεια του και μένει όρθιος. Στο πόδι πάντα οι κουβέντες τους. Δεν ανταλλάζουν καλημέρα. Ποτέ. Ο χαιρετισμός τους γίνεται με ένα ιδιόμορφο δικό τους τρόπο. Και την αρχή την κάνει πάντα ο κύριος Ανδρέας. Περνάει την πόρτα του εργαστηρίου, πετάει μια ατάκα με υπονοούμενο, που συνήθως είναι σχόλιο-σπόντα για επίκαιρο γεγονός και βγαίνει στο παγκάκι, στο πεζοδρόμιο. Εκεί δίνεται η συνέχεια. Γύρω του, ενίοτε, μαζεύει και μικρό ακροατήριο-συζητητές.
Έχει μια περίεργη βραχνάδα στη φωνή του ο κύριος Ανδρέας που σε συνδυασμό με το ψεύδισμα και το λεξιλόγιό του, κάνουν τον τρόπο που μιλάει ένα ζωντανό-κινητό μουσείο κυπριακής παράδοσης.
«Είδες τα ματς εψές;» ήταν η ερώτηση στη τελευταία επίσκεψή του.
«Εποχή Μουντιάλ ζούμε κύριε Ανδρέα, τα είδαμε».
«Να σου πω ένα πράμα; Τον τζαιρό μας εμάς εκαθούμαστεν ούλλο το χωρκό μες τον καφενέ να δούμε τη μάππα -δεν είχαμε τηλεοράσεις έσσο μας τότε- και αντρεπούμαστεν να φωνάξουμε του καφετζιή να παραγγείλουμε καφέ. Όχι αντρεπούμαστεν αλλά πως να σου το εξηγήσω; Εμάγευκε μας τζιήνο που εθορούσαμε. Υπήρχε ένας σεβασμός προς τους ποδοσφαιριστές, εκάμναν μαγικά μες την τηλεόραση. Τωρά ρωτώ σε, εν παίχτες τούτοι; Άγια ολάν».