Κυριακή 20 Ιουλίου 2014, ώρα 05.30. Πετάγομαι και πάλι στον ύπνο μου. Και πάλι ο ήχος της σειρήνας μού τρυπάει τ’ αυτιά, περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Βρέθηκα στο Παραλίμνι και προφανώς τούτη τη φορά οι σειρήνες ήτανε πολύ κοντά στο σημείο που μέναμε. Και πάλι ταράζομαι. 40 χρόνια από την εισβολή σήμερα. Παρόλο που δεν ήμουνα γεννημένος τότε, παρόλο που δεν είμαι πρόσφυγας, άκουσα και είδα πολλά για εκείνες τις ημέρες. Αλλά και για τις μέρες που προηγήθηκαν. Και αυτές που ακολούθησαν. Κι άμα εγώ ταράζομαι με τις σειρήνες, πόσω μάλλον κάποιος που άκουσε και τότε τις σειρήνες, συνδέοντάς τις με πυροβολισμούς, βομβαρδισμούς, διωγμούς, βιασμούς, απώλειες, θανάτους, λεηλασίες, πλιάτσικό.
Άκουσα πολλές ιστορίες. Και πάντα, αυτός που τις διηγείται βουρκώνει. Και όταν η τηλεόραση δείχνει σκηνές ασπρόμαυρες από το ’74, το κανάλι αλλάζει αυτόματα. Μετατραυματική εμπειρία, για το ένα τρίτο του πληθυσμού της Κύπρου. Η προδοσία είναι το κύριο αίσθημα. Κάποιος μας πρόδωσε. Κάποιος μας ανάγκασε να φύγουμε άρον-άρον, αφήνοντας πίσω την περιουσία, τις ζωές και την αθωότητα μας. «Θα μπορούσαμε να αντισταθούμε, αλλά δεν μας άφησαν. Αυτοί -οι Τούρκοι- φοβόντουσαν πολύ περισσότερο από εμάς, αλλά δεν έβρισκαν αντίσταση. Κι όσο προχωρούσαν και δεν έβρισκαν κανένα απέναντι τους, τόσο πιο εδώ έθεταν τα όρια». Αυτά τα λόγια τα άκουσα πολλές φορές.
Αλήθεια, πως νοιώθει ένα 60άρης σήμερα, ο οποίος στα 20 του βίωσε όλο αυτό το πράγμα, ακούγοντας ξανά και ξανά τις σειρήνες; Σε τι εξυπηρετεί η επανάληψη του εκκωφαντικού αυτού ήχου; «Εν η ιδέα μου ή μήπως τούτη η σειρήνα έννεν πλέον μια υπενθύμιση της ιστορίας μας αλλά μια διαιώνιση του μίσους τζιαι του διαχωρισμού από τους ‘άλλους’ -τους κακούς- τζιαι μια αφύπνιση συναισθημάτων που εν βοηθά, όσους τα εζήσαν, να γιατρέψουν τις πληγές τους»; Αυτό έγραψε μια φίλη στο Facebook, στις 15 Ιουλίου, που και πάλι ήχησαν οι σειρήνες. Δυο φορές σε περίοδο πέντε ημερών. «Ναι, αλλά, αν δεν ηχήσουν οι σειρήνες πως θα θυμόμαστε αυτό που έγινε», λέει κάποιος άλλος. Και οι δυο έχουν δίκιο και οι δυο έχουν άδικο.
40 χρόνια μετά, δεν ξέρουμε τι πρέπει να γίνει. Δεν ξέρουμε τι είναι σωστό και τι λάθος. Δεν ξέρουμε αν πρέπει να πάμε και πάλι στα οδοφράγματα για αντικατοχικές εκδηλώσεις και εχθρικά συνθήματα προς τους Τούρκους ή αν πρέπει να πάμε εκεί για δικοινοτικές συναυλίες ειρήνης. Ίσως ένας συνδυασμός των δύο θα ‘ταν το ιδανικότερο. Με τους καθημερινούς ανθρώπους της απέναντι πλευράς, μια χαρά τα βρίσκουμε. Μαζί τραγουδάμε, μαζί παράγουμε πολιτισμό, μαζί μπορούμε άνετα να ζήσουμε. Με αυτούς που τους κυβερνούν είναι που δεν συνεννοούμαστε, οι οποίοι ανήμερα της εισβολής στέλνουν τα εφδεκάξι πάνω από τις γεμάτες με παιδάκια παραλίες για να μας φοβερίσουν. Φυσικά, ούτε και με αυτούς που κυβερνούν εμάς δεν «τα βρίσκουμε». Ούτε και με αυτούς που μας κυβερνούσαν τότε… και μας πούλησαν.
40 χρόνια μετά, τα αυτοκόλλητα με το «Δεν Ξεχνώ» είναι δυσεύρετα, η σημαία στον Πενταδάκτυλο εξακολουθεί να μας ενοχλεί, η κυπριακή τηλεόραση δείχνει χολιγουντιανή ταινία, το «κάθε πέρσι και καλύτερα» ταιριάζει γάντι στην κατάσταση με τις συνομιλίες για το Κυπριακό και τα διάφορα σχέδια λύσης που μας επιβάλλουν, οι Τούρκοι πολιτικοί το βιολί τους -κάνουν τη μια προκλητική δήλωση μετά την άλλη…
20 Ιουλίου 2064. Η γενιά που έζησε την εισβολή από πρώτο χέρι δεν υπάρχει, ενώ μαζί τους εξαφανίστηκε μια για πάντα και η αλήθεια, η μπογιά της σημαίας στον Πενταδάκυλο μόλις έχει φρεσκαριστεί, οι σειρήνες ηχούν κανονικά στις 05.30, τα αυτοκόλλητα με τον «Δεν Ξεχνώ» ξεθώριασαν εντελώς, τα εφδεκάξι έρχονται ακόμα πιο εδώ, στο σχολείο η αλήθεια συνεχίζει να κρύβεται και να φιλτράρεται και τα παιδιά των παιδιών μας αδυνατούν να εξηγήσουν στα εγγόνια τους γιατί συμβαίνει όλο αυτό τα σουρεάλ σκηνικό.
21 Ιουλίου 2014. Τι να κάνω; Τι να πούμε στα παιδιά μας; Να τους εξηγήσουμε γιατί ηχούν οι σειρήνες; Να τους εξηγήσουμε το λόγο που το μαχητικό των Τούρκων πετούσε ακριβώς πάνω από το κεφάλι τους χθες στην παραλία; Να τους πούμε ότι οι Τούρκοι (όλοι ανεξαιρέτως) είναι ο εχθρός; Ή μήπως να τους πούμε ότι ο εχθρός μπορεί να μένει και 5 σπίτια παραπέρα από το δικό μας; Να τους πούμε για το «Δεν Ξεχνώ»; Δεν ξέρω.
Όσο ακόμα είναι μικρά και όσο ο ύπνος τους είναι βαθύς και όσο ακόμα δεν ταράζονται από τις σειρήνες των 05.30 και όσο ακόμα δε ρωτάνε, θα προτιμήσω να μην τους πω τίποτα. Και βλέπουμε… Φυσικά, όταν θα αρχίσουν να καταλαβαίνουν, εννοείται πως θα ρωτήσουν και εννοείται πως θα πρέπει να έχω απάντηση να τους δώσω.
Μέχρι τότε, μακάρι όλο αυτό να αλλάξει. Και να μην χρειαστεί να πω τίποτα. Τι να πω, δεν ξέρω…