Άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα στο μπαρ. Έκανα μερικά βήματα με επιφύλαξη κι ύστερα πήγε η καρδιά μου στη θέση της. Ήταν ότι ακριβώς έψαχνα. Μια όαση. Δροσερό και χωρίς κανένα άλλο πελάτη.
Επίσης, έπαιζε μουσική. Δεν θυμόμουν πόσο καιρό είχα να ακούσω μουσική. Στοιβαγμένος μες το αμπάρι του σαπιοκάραβου που να ακούσω μουσική; Μόνο κλάματα και αναστεναγμούς άκουγα.
Όταν βγήκα στο λιμάνι, το πρώτο που έκανα ήταν να χαθώ στις γειτονιές. Σε δρόμους μικρούς, ήσυχους. Ήθελα να βρω κάποιο κρυμμένο μπαρ και να πιω ένα παγωμένο ποτήρι μπύρα. Δυσκολεύτηκα αλλά το βρήκα το μέρος. Έπαιζε ροκ. Νομίζω Deep Purple, δεν είμαι σίγουρος.
Κάθισα δειλά στο μπαρ, στο πιο σκοτεινό σημείο. Με πλησίασε ο μπάρμαν. Ένας μεγάλος σε ηλικία άνθρωπος τα μάγουλα του οποίου καλύπτονταν από πλούσιο γκρίζο γένι. Το μέρος δεν φωτιζόταν σχεδόν καθόλου. Λαμπάκια υπήρχαν μόνο στη βιτρίνα με τα αμέτρητα ποτά και στο βάθος, στις τουαλέτες, όπου μαζί τους φωτιζόταν και ο χώρος για τις σαΐτες. Πεθύμησα να παίξω σαΐτες.
Φως έβγαινε κι απ’ το μικρό ενυδρείο. Ψαράκι, πάντως, δεν πήρε το μάτι μου. Τη γλώσσα δεν τη μιλώ εντούτοις συνεννοήθηκα με το γέρο μπάρμαν. Ήταν ευγενικός παρόλο που δεν του φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Ευτυχώς δεν με ρώτησε τίποτα. Ούτε από που είμαι, ούτε πως είχα βρεθεί εκεί. Μόνο τι θα έπινα με ρώτησε. Έδειχνε να μη νοιάζεται για την παρουσία μου. Σε αυτό, ίσως, συνέβαλε και το γεγονός πως μόλις με σέρβιρε τη μπίρα, άνοιξε η πόρτα και μπήκε κάποιος που του τράβηξε την προσοχή. Γύρισα με τρόπο να δω. Προς στιγμή φοβήθηκα μην είναι τίποτα στρατός ή αστυνομία.
Τελικά διέκρινα μια ανδρική παρουσία. Ένας ψηλός, γεροδεμένος, ψιλοκουρεμένος άντρας. Μέσα στο μισοσκόταδο του μπαρ δεν μπορούσα να δω καθαρά τα χαρακτηριστικά του. Πάντως, ευτυχώς, δεν έμοιαζε καθόλου για αστυνομικός.
Ο μπάρμαν έδειχνε ενθουσιασμένος που τον έβλεπε. Πρέπει να γνωρίζονται καιρό. Κάτι ξεκίνησε να του λέει χαρούμενος μα ο άλλος ήταν πολύ χάλια. Σα να είχε αλλού το μυαλό του.
Προσπαθούσα να μην δείχνω σε καμία περίπτωση περίεργος αλλά για κάποιο παράξενο λόγο μου κίνησε το ενδιαφέρον ο τύπος. Μπορώ να πω τον συμπόνησα. Αστραπιαία και χωρίς να το επιδιώξω, το μυαλό μου πλημμύρισε με εικόνες από το ιατρείο και τους ασθενείς μου. Κούνησα το κεφάλι μου με σκοπό να διακόψω το φλας μπακ. Κοίταξα ξανά, διακριτικά, προς το μέρος του.
Ο μπάρμαν τον πλησίασε με ένα ποτήρι, ουίσκι πρέπει να ήταν. Τον σέρβιρε ωστόσο δεν έφυγε από κοντά του όπως έκανε μαζί μου. Κάτι έλεγαν χαμηλόφωνα. Λες και αν τους άκουγα θα καταλάβαινα.
Μετά από λίγο, ο μπάρμαν, έριξε την πετσέτα του στον ώμο και ταυτόχρονα χτύπησε με τη δεξιά του παλάμη το μέτωπό του. Κάτι άσχημο πρέπει να έμαθε. Σταμάτησε κι η μουσική να παίζει μα δεν το πήρε είδηση. Ήθελα πολύ να του πω να συνεχίσει τη μουσική. Επίσης ήθελα να πάω να καθίσω δίπλα στον τύπο και να του πω: «Φίλε, ότι και να έγινε, υπάρχουν και χειρότερα». Βάσανο να θες να επικοινωνήσεις και να μη ξέρεις τη γλώσσα.