Έβγαλε το σακάκι του και το κρέμασε προσεχτικά στο ειδικό γαντζάκι δίπλα στο παράθυρο. Κάθισε και έβαλε τη μικρή δερμάτινη τσάντα ανάμεσα στα πόδια του. Με το μεσαίο του δάκτυλο έσπρωξε ελαφρώς τα γυαλιά του στη θέση τους και βολεύτηκε στο αεροπορικού τύπου κάθισμα. Έχωσε το χέρι του στη τσέπη, πήρε το εισιτήριο και το ξανακοίταξε. Έγειρε το κεφάλι πίσω και έκλεισε τα μάτια. Το τρένο ξεκίνησε αργά να αφήνει τον σταθμό.
«Το 43C είναι εδώ, σωστά;» άκουσε μια γυναικεία φωνή να ρωτά με κακά ισπανικά.
«Το κάθισμα απέναντι απ’ το δικό μου» απάντησε δίχως να ανοίξει τα μάτια του και χωρίς να κουνήσει ούτε εκατοστό το σώμα του.
Ήθελε να κρατήσει τα μάτια του κλειστά, να χαλαρώσει και να πάρει ένα λυτρωτικό ύπνο που όχι μόνο θα έκανε ευκολότερο το ταξίδι του αλλά θα τον ξεκούραζε κι απ’ τη δύσκολη μέρα που πέρασε στο πανεπιστήμιο. Δεν μπορούσε όμως. Η συνεπιβάτιδά του, πριν ακόμα καθίσει στη θέση της, ξεκίνησε μια έντονη συζήτηση στο τηλέφωνο σε ύφος επιθετικό και με χυδαία φρασεολογία. Εκτός αυτού, ένιωθε το βαρυφορτωμένο σακίδιο της να του πιέζει το γόνατο. Το είχε αμολήσει όπως-όπως, βρίσκοντας αποκούμπι τα γέρικα πόδια του.
Άνοιξε τα μάτια, έκανε ένα μορφασμό και της έγνεψε δείχνοντας το σακίδιο.
Η κοπέλα δάγκωσε τα χείλη της. Ελευθέρωσε τα χέρια, στερεώνοντας το κινητό τηλέφωνο στον δεξί της ώμο, και ενώ συνέχισε να μιλά με τον ίδιο ρυθμό, άρπαξε το σακίδιο και το σφήνωσε στον χώρο αποσκευών πάνω από τα κεφάλια τους.
«Γκράθιας» της είπε και χαμογέλασε τυπικά.
Μετά απ’ εκείνη τη στιγμή δεν ήθελε να κλείσει ξανά τα μάτια του. Είχε αναθεωρήσει για τον ύπνο.
Υπολόγισε την κοπέλα γύρω στα εικοσιτρία με εικοσιπέντε. Το τζην σορτ που φορούσε κολάκευε το σώμα της και αναδείκνυε τα ψηλά της πόδια. Τον εντυπωσίασε το σγουρό, καστανό, μαλλί της μα περισσότερο τα μάτια της. Ένα ζευγάρι μεγάλα μελισσιά μάτια που σε συνδυασμό με τις μαύρες βλεφαρίδες, τα έκαναν δύο γοητευτικούς πόλους έλξης.
Με μια βρισιά έκλεισε το τηλέφωνο και κάθισε στη θέση της.
«Χίλια συγγνώμη κύριε μα είναι καθίκι. Καθίκι του κερατά!».
«Κανένα πρόβλημα» της είπε με φωνή καθησυχαστική.
Τέντωσε το χέρι της προς το μέρος του «Μελίνα».
«Απ’ τα αγαπημένα μου ονόματα το Μελίνα» της είπε στα ελληνικά αυτή τη φορά. «Με λένε Εντουάρντο».
«Ωχ! Μιλάτε ελληνικά; Δηλαδή... δηλαδή καταλάβατε τα πάντα από τη συζήτηση στο τηλέφωνο;» Έσκυψε το κεφάλι της αμήχανα.
«Μην αγχώνεστε. Δε συνηθίζω να κρυφακούω».
«Μπιλμπάο πάτε κι εσείς;» ρώτησε η Μελίνα.
Έγνεψε καταφατικά το κεφάλι του και μετά το ακούμπησε πίσω.
Έπιανε τον εαυτό του να της ρίχνει κλεφτές ματιές. Καθόταν, πολύ πιο ήρεμη από πριν και χάζευε απ’ το παράθυρο. Το τρένο άφηνε με ταχύτητα τη βιομηχανική περιοχή.
Πέρασε περισσότερη από μια ώρα χωρίς να ανταλλάξουν λέξη. Ο Εντουάρντο προσποιούταν πως χαλάρωνε μα κατά βάθος απολάμβανε τον τρόπο που ήταν καρφωμένη στο τζάμι και παρατηρούσε έξω. Το τοπίο είχε αλλάξει. Είχαν για θέα κτήματα, αγροτικές κατοικίες και συστοιχίες δέντρων.
«Το έχετε καιρό αυτό;» αποφάσισε να σπάσει τη σιωπή.
Γύρισε κάπως αδιάφορα προς το μέρος του. «Δεν σας άκουσα».
«Το τατουάζ λέω, το έχετε καιρό;».
(συνεχίζεται...)