Τα ζητάμε τα λαϊκά, τα απάχικα, τα γραφικά στέκια. Έχουμε ανάγκη από απλότητα. Απλό ντεκόρ, απλές κουβέντες, απλές γεύσεις. Όπως παλιά, τότε που στοιβαζόταν ολόκληρη η φαμίλια στο αυτοκίνητο και πηγαίναμε για λουκουμάδες στον Κυριλλή, για φαγητό στο Ψηλό Δέντρο, για μπάνιο και ψάρι στο Γκάβερνος ή το Λέιτις Μάιλ.
Δεν μπορώ να προσδιορίσω αν αυτή μου η ανάγκη συνοδεύεται από νοσταλγία ή αν απλώς είναι η εξιδανίκευση ενός παρελθόντος που παρά τις δυσκολίες μάς έχει σημαδέψει με τον καλύτερο τρόπο.
Δεν ξέρω αν ήταν το φαγητό, αν ήταν που οι τιμές ήταν σαφώς χαμηλότερες, αν ήταν η παιδική αθωότητα ή αν όλο αυτό αφορούσε στις πολύ πιο ουσιαστικές διαπροσωπικές σχέσεις… Ούτε κινητά, ούτε φέισπουκ, ούτε σέλφις, ούτε τίποτα.
Άντε το πολύ να βγάζαμε καμιά φωτογραφία με ολόκληρη την παρέα να χαμογελά στο άκουσμα του «σέι τσις»… Και ξανά πίσω στο διά ταύτα. Στην απόλαυση της στιγμής, στην απόλαυση της κάθε μπουκιάς ξεχωριστά, στη συζήτηση επί της ουσίας για καθετί που μας απασχολούσε σαν άτομα και σαν κοινωνία, ενίοτε χαλαρά και άλλοτε σε πιο έντονο ύφος.
Πολύ μου έλειψε αυτό το πράγμα και κυρίως η εικόνα ενός μαγαζιού που παραπέμπει σε εκείνη την εποχή.
Και τσουπ, ένα καλοκαιρινό βράδι του Ιούλη, να ‘μαστε σε μια αυλή στο παλιό Καϊμακλί, κρυμμένη κάπου ανάμεσα στα γραφικά στενά δρομάκια. Σε μια αυλή από τα 80s («μου θύμισε την αυλή του θείου μου» μού λέει η Στέλλα), με μπόλικο πράσινο, με πολύ ωραία αύρα, με ωραίες μουσικές απ’ τα παλιά, με τις κλασσικές πορτοκαλί καρέκλες που «πάντρεψαν» τους πατεράδες μας, αλλά και τα κρεμασμένα λαμπάκια που παραπέμπουν σε πανηγύρι και σε γλέντι.
Τι να σου πω; Μαγευτικό το σκηνικό «Στην πίσω αυλή» του συλλόγου Πρόοδος Καϊμακλίου. Απλές και οι γεύσεις, από απλούς νέους ανθρώπους, που φοράνε μόνιμα ένα χαμόγελο.
Σαλάτα με ολόφρεσκα χόρτα, φρέσκια πιτούλα, γιαούρτι, ταχίνι, χαλούμι, μανιτάρι, πανσέτα, σουβλάκι κοτόπουλο και χοιρινό, πιπεριά γεμιστή με φέτα και βαλσάμικο, φρεσκοκομμένη πατάτα-λουκούμι και η πιο τέλεια σεφταλιά που έχεις δοκιμάσει τον τελευταίο καιρό. Απλές γεύσεις στη σχάρα, χωρίς «γεμωσιές» που ξεγελάνε την πείνα σου. Κι άμα φας, έρχεται και το επιδόρπιο. Μικρές πίτες, σαν «κατιμέρι» αλλά με ταχίνι και στο πλάι δροσιστικό παγωτό.
Και όλα αυτά έρχονται -στο τραπέζι με το καρό τραπεζομάντιλο- σερβιρισμένα μέσα σε πανέμορφα πιάτα και άλλα σκεύη που θα σε κάνουν να χαμογελάσεις.
Με τέτοια ατμόσφαιρα και τέτοιες τιμές, μέχρι και η ατάκα του Ξυλούρη θα κολλούσε εδώ, χωρίς να μοιάζει απαρχαιωμένη. Αυτή η κλασσική που λέει ότι «ο άνθρωπος δεν θέλει πολλά για να’ ναι ευτυχισμένος, παρά μόνο δυο-τρεις φίλους και χρήματα τόσα για να μπορεί να τους κερνά».
Μπορεί και να υπερβάλλω, δεν ξέρω. Ενθουσιάστηκα, όμως, και δεν το κρύβω. «Στην πίσω αυλή» ταξίδεψα σε μια άλλη εποχή, πιο αγνή, πιο αληθινή, πιο νόστιμη.
«Στην πίσω αυλή» Κιτίου 11, Σύλλογος «Πρόοδος Καϊμακλίου» παλιό Καίμακλί, Τρίτη-Κυριακή 19.30-22.30. Κρατήσεις 97665055.