Όλα όμορφα, ήσυχα, ωραία. Γυάλισε το μάγουλο απ’ τον ήλιο και την αρμύρα. Αχινοί, κρίταμα και λεμόνι. Τις φετινές συζητήσεις μονοπωλεί το καινούριο χαράτσι του Σαμαρά, ο ΕΝΦΙΑ και οι ταμπελίτσες στα μαγαζιά που άλλαξαν από ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ και ΠΩΛΕΙΤΑΙ σε ΔΩΡΙΖΕΤΑΙ.
Μονοήμερο στην όμορφη Ιερισσό που στο έμπα της μας υποδέχεται μ’ ένα πανό που λέει «Η σιωπή μας, ο χρυσός τους». Το σπαθόλαδο απ’ το Άγιο Όρος πήγε στα €12. Στο Παλιούρι ο κόσμος με το που συναντιέται ρωτάει ποιος έχει δουλειά, ποιος και πως τα βγάζει πέρα μ’ ένα πεντακοσάρι το μήνα, πως τα φέρνει βόλτα η γειτόνισσα τώρα που καταργήθηκε η σύνταξη χηρείας. Όλοι βρίζουν τους πολιτικούς παρόλα αυτά στην Ελλάδα της βαθιάς κρίσης, ακόμα βάζουν βιβλία για δώρα στις εφημερίδες για ν’ αυξήσουν τις πωλήσεις. Ξενόπουλος, Αλιέντε, ελληνικές παροιμίες.
Η νέα γενιά φαίνεται να ξεπέρασε τα κουσούρια των 00s και δεν κοιτάει πια ποιος κρατάει επώνυμη τσάντα αλλά ποιο αγόρι είναι το πιο όμορφο στο μπαρ. Η κατάληψη της ΕΡΤ3 στη Θεσσαλονίκη καλά κρατεί και δίπλα απ’ τις κυρίες που μένουν στις παρόδους της Αριστοτέλους περνάει ένας άστεγος με φιγούρα κινηματογραφική.
Κάνω διάλειμμα για σέρφινγκ. Τρόικα, Γάζα, Ουκρανία, εμπάργκο, όλη η περιοχή ένα μπάχαλο. Σκέφτομαι τη νέα σεζόν, τη δουλειά, την ευελιξία που χρειάζεται αυτή η ζωή. Το βράδυ κάθομαι στο υπέροχο μπαράκι του Porto Valitsa, ακούω bossa nova, ταΐζω ένα γατί που βολτάρει στα βράχια και βλέπω τα φωτάκια που αναβοσβήνουν στο Νέο Μαρμαρά απέναντι.
Ξυπνάω. Ρίχνω τα τελευταία μες τις βαλίτσες, με πιάνει το σύνδρομο του ανήσυχου ποδιού. Δεν αντέχω να επιστρέψω στα δικά μας γιατί πονάνε περισσότερο. Γιατί η νέα γενιά κοιτάζει ακόμα την επώνυμη τσάντα κι όχι το όμορφο αγόρι στο μπαρ απέναντι. Γιατί υπάρχει ακόμα κόσμος που γλύφει αντί να φτύνει τις εφημερίδες.
Φτάνουμε στο Μακεδονία. Πανικός. Λίγο η ανοργανωσιά, λίγο ο Αύγουστος, οι ουρές στα γκισέ ατελείωτες. Τσουπ ένα αντράκι μπόλικο, με μάτσο περπάτημα αλλά ξυρισμένο το πόδι, κάνει σλάλομ κάτω απ’ τις κορδέλες και προσπερνάει τους υπόλοιπους εκατό μαλάκες που στεκόμαστε υπομονετικά στην ουρά. Φοράει μπλουζάκι λευκωσιάτικης ομάδας και συμπεριφέρεται σαν να του ανήκει το σύμπαν. Μια κυρία του κάνει παρατήρηση πως δεν είναι σωστό αυτό που κάνει και την αγνοεί επιδεικτικά. Γυρίζει προς τον φίλο του, «Ούφου ρε κουμπάρε», γελάει και καλά, νιώθει εξάλλου ο πιο ξύπνιος στον ντουνιά εκείνη τη στιγμή.
Σκέφτομαι πως χρειάζομαι ακόμα λίγες διακοπές από δαύτους. Στο αεροπλάνο ένα ζευγάρι συζητά μ’ ένα άλλο για την πραμάτεια που αγόρασε και κάτι μπουζουκλερί καταστάσεις που με κοιμίζουν. Μπαίνουμε Λευκωσία και μια κυρία με γερμανικό αυτοκίνητο και lion king κόμμωση προσπερνά επικίνδυνα σάμπως και υπάρχει περίπτωση να αργήσει να φτάσει στον προορισμό της Αύγουστο μήνα μες τη πόλη.
Οι γλάστρες μου τα ‘χουν παίξει, εκτός απ’ τα παχύφυλλα. Θέλει να ‘σαι παχύφυλλο για ν’ αντέχεις. Έχει τρεις βδομάδες να δω τηλεόραση. Την ανοίγω, κάτι μουρμουράει ο Γεωργιάδης, την κλείνω. Ένα «ούφου ρε κουμπάρε» δεν είναι αρκετό. Καλό δεκαπενταύγουστο να έχουμε.