Καυτός ήλιος, λίβας, άνυδρη γη και μυρωδιές της μεσογειακής φύσης.
Από την Αικατερίνη Λάμπρου*
Παλαιότερα, τα χρονικά, μυθιστορήματα, χαρακτικά, λευκώματα και χάρτες των περιηγητών από το 15ο έως το 19ο αιώνα, και σήμερα η φωτογραφία, το βίντεο, ο ιστός του διαδικτύου, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα έντυπα και ηλεκτρονικά ΜΜΕ και η λογοτεχνία, αποτυπώνουν και μεταδίδουν εικόνες από το φυσικό τοπίο και την αρχιτεκτονική δομή, σκηνές καθημερινότητας, κουλτούρα και γλώσσα, ήθη κι έθιμα, το κοινωνικό μωσαϊκό, την πολιτική και την οικονομία μίας χώρας, με άλλα λόγια συμβάλλουν στη διαμόρφωση μίας αντικειμενικής, όσο γίνεται, ή γεμάτης στερεότυπα εθνικής εικόνας (nation brand name) στο εξωτερικό.
Έργα-best seller στην εποχή τους που μετέδιδαν τις υποκειμενικές «ταξιδιωτικές εντυπώσεις» ξένων περιηγητών από μέρη του ελληνισμού, είτε υπό κατοχή είτε απελευθερωμένα, και αρχειακό φωτογραφικό και βιντεοσκοπημένο υλικό του 20ου αιώνα ξένων επαγγελματιών, αποτελούν στις μέρες μας αντικείμενο μελέτης για τη λειτουργία της ευρωπαϊκής διαμεσολάβησης στην κατασκευή της δημόσιας εθνικής εικόνας, αλλά και για τη μελέτη της ίδιας της ευρωπαϊκής ιστορίας, πολιτικής, φιλολογίας και τέχνης.
Ξεφυλλίζοντας έργα από το ράφι ταξιδιωτικής λογοτεχνίας της βιβλιοθήκης μου, διαπιστώνω πως οι παρατηρήσεις για το Ελληνικό Καλοκαίρι είναι απίστευτα πλούσιες και διαχρονικές!
Έτσι, διανύοντας τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου (όχι του καλοκαιριού, που ευτυχώς παρατείνεται ως τον Οκτώβριο στα μέρη μας..), μέσα στη γλυκιά νωθρότητα που επιφέρουν ο αμείλικτος ήλιος, ο λίβας, οι έρημοι δρόμοι της Λευκωσίας (τι ωραία!) και τα χρώματα και αρώματα της χρυσοπράσινης γης της Κύπρου, σκέφτηκα να μεταφέρω ενδεικτικά μερικές περιγραφές.
Κάλυμνος, 1950 (φωτ. Δημήτρης Χαρισιάδης, φωτογραφικά αρχεία Μουσείου Μπενάκη)
Παρούσες είναι και οι προσωπικές καλοκαιρινές αναμνήσεις. Το καυτό φως του ήλιου, οι αμμουδιές με τα γερμένα πεύκα, το μελτέμι στο κατάστρωμα πλοίων της γραμμής, η γεύση των σύκων και των φρέσκων καλαμποκιών που ψήναμε στις αυτοσχέδιες σχάρες των αυλών στα χωριά, η χαρά της «αρπαγής» μούρων και σταφυλιών με τα παιδικά ποδήλατα σε απόμακρα χωράφια ή η αίσθηση της αλμύρας στα χείλη όταν βγαίναμε από τη θάλασσα, μα και η γεύση των παγωτών και του καρπουζιού που απολαμβάναμε τα βράδια στις βεράντες των αθηναϊκών διαμερισμάτων. Στις φοιτητικές βόλτες στα στενά της Πλάκας και των Εξαρχείων, τα νυχτερινά μπάνια και τις παγωμένες μπύρες με «ποικιλία» στα θερινά σινεμά δεν θα επεκταθώ... Στα ρουθούνια μου νιώθω ακόμη το άρωμα της άνυδρης γης, του θυμαριού, της λεβάντας και του κυπαρισσιού στα ορεινά χωριά και στα ελληνικά νησιά.
Όσα μέρη κι αν γύρισα, από τη Ν. Υόρκη έως τη Βιέννη και από το Παρίσι έως την Αίγυπτο, τόσο περισσότερο συνειδητοποιώ, κάθε χρόνο, το ανεκτίμητο, υπέροχο, μοναδικό Ελληνικό Καλοκαίρι που έχουμε την ευλογία να ζούμε, χωρίς κρατήσεις από το χειμώνα και περιορισμένες διανυκτερεύσεις σε οργανωμένες ξενοδοχειακές μονάδες «all inclusive»! Κι όταν δέχομαι κλήσεις και μηνύματα από φίλους στο Βερολίνο ή το Λονδίνο που μου διηγούνται ότι βρέχει και φοράνε πουλόβερ μέσα στο κατακαλόκαιρο, προσποιούμαι ότι «καλύτερα είναι, μωρέ, εκεί με τη δροσιά, εδώ ερημιά και καύσωνας, λιώσαμε!» (τι να πω, να τους στενοχωρήσω;), ενώ μέσα μου κρυφογελώ και τους λυπάμαι...
Κόλπος Κοραλίων, Πάφος
Το λιτό, το απέριττο, το αρμονικό ζουν σε όλες τις κουκίδες γης μέσα στο πέλαγος, από τα νησιά του Αργοσαρωνικού και των Κυκλάδων μέχρι τα Δωδεκάνησα, την Κρήτη και την Κύπρο, αυτό το αρχαϊκό σταυροδρόμι Ανατολής και Δύσης στην ανατολική άκρη της Μεσογείου, με τη δραματική και φορτωμένη μνήμες ιστορία. «Μία πέτρα εις την θάλασσα» χαρακτηρίζει την Κύπρο ο ντόπιος χρονικογράφος Λεόντιος Μαχαιράς (Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου η οποία λέγεται κρόνακα τουτέστιν χρονικόν, 1426-1432). Ας δούμε μερικές ταξιδιωτικές εντυπώσεις ξένων περιηγητών, στα χνάρια του Ηρόδοτου (5ος αι. π.Χ.), του Νέαρχου (4ος αι. π.Χ.) και του Παυσανία (2ος αι. μ.Χ.). Οι ευρωπαίοι περιηγητές του 19ου αιώνα κατέπλεαν στην Κύπρο, από τη θαλάσσια οδό του Αιγαίου, συνήθως μετά την επίσκεψη στη Ρόδο και καθ’ οδόν προς τη σύγχρονη Εγγύς Ανατολή, εντάσσοντάς την στα μέρη που κατοικούσε ο ελληνισμός και ενώνονταν άρρηκτα σε μία οργανική στέρεα γέφυρα μέσα στο χρόνο, παρά τη διαφορετική πολιτική μοίρα.
Ο φιλέλληνας Γάλλος λογοτέχνης και διπλωμάτης François-René de Chateaubriand (Σατωβριάνδος) πραγματοποίησε ένα ταξίδι στην «Ανατολή» τα έτη 1806-1807 και αποτύπωσε τις εντυπώσεις του βρίσκοντας ενθουσιώδη ανταπόκριση στο ευρωπαϊκό κοινό (Itinéraire de Paris à Jérusalem et de Jérusalem à Paris, 1811). Περιγράφει πως πέρασε τη γλυκιά καλοκαιρινή νύχτα πάνω στο κατάστρωμα του πλοίου παραπλέοντας στην Κύπρο και τον καταλαμβάνει ποιητικός οίστρος: «Βλέπαμε κιόλας τις χαμηλές, αμμουδερές και κατά τα φαινόμενα άγονες ακτές της, όπου σ’ αυτές η φαντασία των αρχαίων είχε τοποθετήσει τους πιο χαριτωμένους μύθους της:
Αγέρωχη η θεά του έρωτα στους μεγαλόπρεπους της Πάφου πύργους
πάει κι ευτυχισμένη εγκαθίσταται
βλέποντας τ’ όνομά της πάνω σ’ εκατό βωμούς
κι ακακίες κι ολάνθιστα στεφάνια να στέλνουν στον ουρανό το άρωμά τους».
Ο Γάλλος ρομαντικός ποιητής, μυθιστοριογράφος, ιστοριογράφος και πολιτικός Alphonse Marie Louis de Prat de Lamartine (Λαμαρτίνος) αποτύπωσε τις εντυπώσεις του σε οκτώ Τετράδια που σημείωσαν τεράστια επιτυχία, κατεχόμενος από τη φλόγα της εξερεύνησης νέων τόπων με έντονο το πολιτικό-κοινωνικό στοιχείο στη γραφή του, από ένα ταξίδι στην τότε «Ανατολή», με κύριους σταθμούς τις Καρχηδόνα, Μάλτα, Ελλάδα, Κύπρο, Βηρυτό, Λίβανο, Ναζαρέτ, Ιερουσαλήμ, Βηθλεέμ και Συρία (Voyage en Orient, 1832). Υπό την επήρεια του θαυμασμού για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, απογοητεύεται από τη σύγχρονή του πραγματικότητα. Παρατηρεί ότι η νήσος «μοιάζει εξ ολοκλήρου με όλα τα μαδημένα, μονότονα, γυμνά νησιά του Αρχιπελάγους. Είναι το κουφάρι ενός από αυτά τα μαγεμένα νησιά όπου η αρχαιότητα τοποθέτησε τη σκηνή των πιο ποιητικών δογμάτων της».
Διαφορετική ματιά προσφέρει ο Βρετανός δανδής Alexander Kinglake (Eothen or Traces of travel brought home from the East, 1844), που δημιούργησε μία νέα σχολή γραφής ταξιδιωτικών εντυπώσεων το 19ο αιώνα, προβάλλοντας προσωπικές εντυπώσεις από ‘χαρτογραφημένα’ μέρη της «Ανατολής». Έφτασε στην Κύπρο το 1834 με ένα ελληνικό μπρίκι από τη Σμύρνη, συνεχίζοντας μετά το ταξίδι του στο Λίβανο. Ομολογεί, στα χώματα της Πάφου, πως «το νησί είναι ωραιότατο. Προχώρησα στην άκρη ανθισμένων αγρών, μέχρι τις πλαγιές του χιονισμένου Ολύμπου, με τα βαθιά ρέματα πνιγμένα στις μυρτιές και τους σχίνους. Ο αέρας, ζεστός και ευωδιαστός, έφτανε στα χείλη μου σαν την αρωματισμένη αναπνοή της θεάς Αφροδίτης και αισθάνθηκα την μυστικιστική δύναμή της να με κυριεύει».
Φάρος Σίφνου, 1956 (φωτ. Δημήτρης Χαρισιάδης, φωτογραφικά αρχεία Μουσείου Μπενάκη)
Αργότερα, στον 20ό αιώνα, περιγραφές ευρωπαίων φιλελλήνων λογοτεχνών, όπως του βρετανού Sir Patrick Michael Leigh Fermor και του γάλλου Jacques Lacarrière, αποτυπώνουν στιγμιότυπα της ζωής του ελληνισμού σε ορεινά μέρη, τα νησιά του Αιγαίου και την Κύπρο, πριν και μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε αντίθεση με τον Λαμαρτίνο και άλλους ρομαντικούς περιηγητές του 19ου αιώνα που απογοητεύτηκαν από τη φτωχική εικόνα κατοίκων και φύσης, ανοίγουν τα «μάτια της ψυχής τους» και βρίσκουν την απόλυτη ομορφιά στο απέριττο τοπίο -κυρίως του καλοκαιριού-, την πλούσια ιστορία και την απλή καθημερινή ζωή. Έτσι περιγράφει ο ίδιος ο Lacarrière την περιδιάβασή του στον Πρόλογο του Ελληνικού Καλοκαιριού (L’ été grec: une Grèce quotidienne de 4000 ans, 1976): «Έκανα το πρώτο μου ταξίδι στην Ελλάδα στα 1947, και το τελευταίο το φθινόπωρο του 1966. Η τελευταία εικόνα μου: ένα νησί του Αιγαίου, άδεντρο, μ’ ένα μοναδικό χωριό• τοπίο απογυμνωμένο με τη μιζέρια και την ομορφιά συναρμοσμένες σα δυο πλαγιές του ίδιου λόφου. Μιζέρια και ομορφιά. Σύζευξη των αντιθέτων, όπως η φράση του Ηράκλειτου που τα κυκλαδίτικα τοπία δεν παύουν να συλλαβίζουν μέσα στο φως τους: Αρμονίη κόσμου παλίτροπος».
Παλαιότερες και νεότερες ξένες «ταξιδιωτικές εντυπώσεις», ή όπως αποκαλούνται σήμερα ρεπορτάζ και ανταποκρίσεις, με θέμα κυρίως τη μοναδική εμπειρία του Ελληνικού Καλοκαιριού, πετυχαίνουν συχνά να συναντηθούν με τις δικές μας εμπειρίες και να ανιχνεύσουν τη γνήσια «μήτρα» από την οποία αναδύεται μία θετική δημόσια εθνική εικόνα του ελληνισμού στο εξωτερικό, συμβάλλοντας στην αυτογνωσία και τη συνομιλία μας με άλλους λαούς και πολιτισμούς, πέρα από επιφανειακές περιγραφές με κλισέ και «couleur local». Όπως κι αν έχει, ζήτω το Ελληνικό Καλοκαίρι!
Μύκονος (ναι, Μύκονος!), γύρω στο 1965
(φωτ. Λουκάς Μπενάκης, φωτογραφικά αρχεία Μουσείου Μπενάκη)
*Δρ σε θέματα Πολιτιστικής Πολιτικής, Διαχείρισης και Επικοινωνίας, Σύμβουλος Τύπου & Επικοινωνίας στην Πρεσβεία της Ελλάδος στην Κύπρο.
e-mail: aiklamprou@cytanet.com.cy