Η Μελίνα φορούσε ένα λεπτό καρό πουκάμισο κι είχε τυλιγμένα τα μανίκια μέχρι πάνω. Στο αριστερό της μπράτσο, εσωτερικά, είχε σχεδιασμένη μιαν άγκυρα.
Του πρόταξε το χέρι με κλειστή τη γροθιά επιδεικνύοντάς του το σχέδιο.
«Δύο χρόνια το έχω. Σας αρέσει;».
«Ωραίο. Ζωγράφος καλός και χτυπημένο με τις σωστές βελόνες».
Η Μελίνα γούρλωσε τα μάτια και χαμογέλασε χαριτωμένα, έκπληκτη, με την απάντησή του.
Ο Εντουάρτο ξεκούμπωσε τα μανικετόκουμπά του και δίπλωσε το πουκάμισο αργά, περιποιημένα, μέχρι τους αγκώνες. Η Μελίνα παρακολουθούσε άναυδη τα αποκαλυπτήρια. Τα αδύνατα χέρια του έμοιαζαν με δυο έργα τέχνης. Ήταν φορτωμένα λογής-λογής τατουάζ. Σχέδια παλιάς σχολής.
Η αλήθεια είναι πως εκ πρώτης όψεως, ο Εντουάρντο, μοιάζει ένας φιλήσυχος, εβδομηντάρης, συντηρητικός κύριος. Πρέπει να συνομιλήσει κανείς μαζί του για να ανακαλύψει πως πέρα από εξαιρετικός επιστήμονας είναι κι ένας σπάνιος άνθρωπος με ορθάνοιχτο και προοδευτικό μυαλό. Και η Μελίνα δεν έχασε την ευκαιρία. Ήθελε να μάθει. Ξεκίνησε τις ερωτήσεις. Ρωτούσε για το κάθε ένα τατουάζ ξεχωριστά. Η μια κουβέντα έφερνε την άλλη και οι ερωτήσεις εναλλάσσονταν με τον ίδιο ρυθμό με τον οποίο το τρένο προσπερνούσε τα χωριά. Μετά από προτροπή του Εντουάρτο κόπηκε κι ο πληθυντικός.
Της αφηγήθηκε για τη θητεία του στα καράβια. Για τον Ολλανδό λοστρόμο που του δίδαξε την τέχνη του τατουάζ και για την εμπειρία που απέκτησε σχεδιάζοντας στα κορμιά των ναυτικών. Της περίγραψε τα ανέμελα καλοκαίρια που περνούσε μικρός στις Κυκλάδες, στη Μήλο, στο πατρικό της μητέρας του. Της διηγήθηκε ιστορίες με τον λαουτάρη, Κύπριο, παππού του. Αναφέρθηκε στο πέρασμά του από την Ασία, δίπλα στην Γιαπωνέζα, πρώτη του, σύζυγο.
Η Μελίνα απ’ την άλλη, του μίλησε για τους έρωτες που δεν στεριώνουν, για τους άντρες που εξαφανίστηκαν και για το ποδήλατο που έβαλε στο μάτι και θέλει ν’ αποκτήσει. Για τις σπουδές της στην αρχιτεκτονική και το χόμπι της να φτιάχνει έπιπλα από άχρηστα αντικείμενα.
Οι ώρες περνούσαν κι η αμαξοστοιχία κατευθυνόταν όλο και βορειότερα.
«Μιλήσαμε για όλα μα δεν μου είπες, στο Μπιλμπάο τι πας να κάνεις μοναχός σου;» τον ρώτησε.
«Στο Μπιλπάο θα σταματήσω κι απ’ εκεί θα πάρω αυτοκίνητο και θα οδηγήσω μέχρι το Σαν Σεμπαστιάν. Άνοιξε η κόρη μου -από τον δεύτερο μου γάμο- εστιατόριο και είμαι καλεσμένος στα εγκαίνια».
«Ουάο» αναφώνησε η Μελίνα μασώντας αργά-κοριτσίστικα, το τοστ της.
«Εσύ;».
«Γίνεται ένα τριήμερο φεστιβάλ στην πόλη. Και το καθίκι -θυμάσαι το καθίκι;- παίζει εκεί με την μπάντα του».
«Κατάλαβα... αλλά μα πώς; Αφού...».
«Άσε, δάσκαλε, σκατά!».
Μεσολάβησαν τέσσερα-πέντε λεπτά σιωπής.
«Λοιπόν έχω μια ιδέα. Τι θα ‘λεγες να αφήσεις τα φεστιβάλ και τα συγκροτήματα και να με συνοδεύσεις στα εγκαίνια;».
Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει. «Πόσο θράσος Θεέ μου; Μα τι λέω;» σκεφτόταν μόλις ξεστόμισε την πρότασή του. Ήθελε να ανοίξει η γη να τον καταπιεί.
Η Μελίνα ήπιε μια γουλιά καφέ και σκούπισε το στόμα της απ’ τα ψίχουλα. Κοίταξε για λίγο έξω. Το τρένο είχε μπει για καλά στην αμπελουργική περιοχή της Ριόχα.
«Θα έρθω μαζί σου υπό έναν όρο. Το αμάξι θα το οδηγήσω εγώ».