Ήταν Πέμπτη, 10 Σεπτεμβρίου του 1953, όταν η επαρχία Πάφου, στις έξι η ώρα το πρωί, «διεταράχθη από τους ισχυροτέρους σεισμούς που εγνώρισε ποτέ η Κύπρος», όπως αναφέρουν οι εφημερίδες της εποχής.
Ο απολογισμός ήταν 40 νεκροί, δεκάδες τραυματίες, χιλιάδες άστεγοι, χίλια εξακόσια περίπου κατεστραμμένα σπίτια και επιπλέον ζημιές σε δέκα χιλιάδες σπίτια και δημόσια κτίρια.
«Τα χωρία που υπέστησαν τας μεγαλυτέρας ζημίας, είναι το Στρουμπί και το Κιδάσι, όπου κυριολεκτικώς δεν παρέμειναν ιστάμεναι οικίαι». Ανάλογες καταστροφές σημειώθηκαν στην Λαπηθιού, την Αξύλου, τη Φασούλα. Άλλα 105 χωριά υπέστησαν μικρότερες ζημιές.
Ακολούθησαν δεκάδες μετασεισμοί οι οποίοι ήταν αισθητοί σε όλη την Κύπρο, κυρίως στη Λεμεσό. Κατά την διάρκεια του επόμενου χρόνου ακολούθησαν 26 συνολικά μετασεισμοί.
Ο Βρετανός διοικητής Πάφου είχε εκφράσει τότε τον θαυμασμό του «διά τον απόλυτον ηρωισμόν και τη γενναιότητα του λαού της πτωχοτάτης αυτής επαρχίας», ενώ απ’ τις πρώτες ώρες, αρκετές κοινότητες άρχισαν να στέλνουν χρήματα και τρόφιμα. «Συγκινητική ήτο η εισφορά του χωρίου Λυσός, το οποίον δεν υπέστη ζημίας εκ του σεισμού. Τούτο απέστειλε σήμερον εις Κτήμα 235 οκάδες ψωμιά, χαλλούμια και 135 οκάδες τομάτες».
Στοιχεία από το Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης.