Μήνας Σεπτέμβρης, μέρα Σάββατο και ώρα 6 το πρωί.
Κατηφορίζω από ένα χωριό στην ορεινή Πάφο με το σε καμία περίπτωση αδιάφορο όνομα «Χούλου» και η μόνη πεζή που συναντώ στον πολλά χρόνια μη ασφαλτοστρωμένο δρόμο μου είναι μια μαυροντυμένη γιαγιά με κουρούκλα.
Θέλω να προλάβω την ανατολή του ήλιου στην πιο κοντινή παραλία και μετά από κανένα εικοσάλεπτο οδήγημα φτάνω στον κοσμαγάπητο Κόλπο των Κοραλλίων.
«Καλωσορίσατε στη μεγαλύτερη οργανωμένη παραλία της Κύπρου» γράφει με περήφανα, μεγάλα γράμματα η πινακίδα που με κατευθύνει ως οδηγό προς τα που να στρίψω, πολύ πιο χαριτωμένη όμως μου φατσάρει η αμέσως επόμενη, η οποία με κόκκινη, χειρόγραφη μπογιά μου ανακοινώνει σεμνά το «welcome (friends) in coral bay».
Η διπλανή στην καλωσόρισες φίλε μου πινακίδα διαφημίζει τις «οικολογικές περιπέτειες» που προσφέρονται στην περιοχή, με φωτογραφίες από off-road, φαράγγι του Άβακα, ενετικά γεφύρια και κατσίκες (οικολογικές;) η ειλικρινή απορία όμως μου δημιουργείται -ή μήπως δεν- όταν στα δεξιά μου βλέπω να κυματίζουν στη χρώματος καφέ και σύνθεσης παχιάς αμμουδιά τρεις σημαίες, μια ελληνική, μια κυπριακή και μια με (;) δικέφαλο αετό.
Δυστυχώς τα πολλά και πυκνά σύννεφα δεν έχουν αφήσει τον ήλιο ακόμα να φανεί, η θάλασσα όμως ευτυχώς και σαφώς παντός καιρού πλανεύτρα ενώ τούτη η ανοιχτοσύνη που έχει η θάλασσα της Πάφου, άλλο πράμα, με την Ευρώπη απέναντι, η μόνη μας ουσιαστικά ακτογραμμή που έχει την Ευρώπη απέναντι και ο ίσως αλλοπρόσαλλος συνειρμός ασυγκράτητα ακολουθεί: να βρίσκονται άραγε οι διαφορετικές κουλτούρες που κατοικούν απέναντι από την κάθε μας ακτογραμμή σε αντιστοιχία με τις ετερόκλητες πολιτισμικές μας επιρροές;
Αφού με καταβάλλουν τα αναπόφευκτα ρίγη από ρομάντζο και συγκίνηση με την τόσο συγκλονιστικά κυπριακή εικόνα του θαλασσινού ποδηλάτου κάτω από τον πλατύφυλλο φίκο, μπαίνω στο αυτοκίνητο για τον επόμενο μου σταθμό:
Δημοτικά Μπάνια, Κάτω Πάφος.
Για όσους δεν έχει τύχει ακόμη να τα επισκεφθούν, τα λεγόμενα Δημοτικά Μπάνια της Κάτω Πάφου βρίσκονται λίγα μόνο μέτρα ανατολικά από το γραφικό λιμανάκι.
Ο Δήμος της Πάφου έχει εδώ δημιουργήσει καλαίσθητες και λειτουργικές υποδομές, κάτι που οι αρκετοί πρωινοί κολυμβητές που συναντώ δείχνουν να απολαμβάνουν όπως τους πρέπει και αξίζει.
Παραλία δεν υπάρχει, μόνο τσιμέντο και θάλασσα, κάποιες ξύλινες κατασκευές δαπέδου με κρεβατάκια και ομπρέλες τοποθετημένες πάνω τους ενώ σε ένα σημείο παίζει και λίγη φερτή αμμουδιά.
Σκάλα για άνετο ανεβοκατέβασμα μες το νερό, καθαρές τουαλέτες, περιποιημένα αποδυτήρια και ντους. Απλό και αθόρυβο το όλο σκηνικό, μια αστική, παραθαλάσσια, αξιοπρεπέστατη υποδομή, με όλα τα κομφόρ που με κερδίζει.
Τρίτος και τελευταίος σταθμός η πλαζ της Γεροσκήπου και το La Playa Beach Bar, το οποίο τουλάχιστον χωρίς πολύ κόσμο, όπως ήταν εκείνο το πρωινό, είναι το απόλυτο μπιτσόμπαρο.
Καταπληκτικές φοινικοειδείς ομπρέλες που φέτος το καλοκαίρι επιτέλους έγιναν viral, χειροποίητες μάλιστα από τους ιδιοκτήτες με «φοινίτζια» από την περιοχή, τα σχετικά αιωρούμενα και αεράτα δίχτυα προστασίας από τον ήλιο, άνετες ξαπλώστρες και σεζλόνγκ και μια συμπαθέστατη, κεφάτη κυρία που μου συστήνεται ως η μητέρα των δύο παιδιών που έχουν το μπαρ, εκπλήσσεται ευχάριστα που είμαι Κυπραίος, είναι Σεπτέμβρης και είμαι θάλασσα, δεν είναι από Κύπρο αλλά μιλά τα ελληνικά εντυπωσιακά καλύτερα από τους περισσότερους από εμάς και που μου μεταδίδει μια θετικότητα που με πείθει σύντομα να επιστρέψω.