Ότι και να γίνει, όσα χρόνια και αν περάσουν -από επάνω μου ή από επάνω τους- δεν παύουν να είναι η Χαρούλα και η Τάνια. Οι φωνές τους έντυσαν πολλές νύχτες και φρόντισαν με συγκινητική αφοσίωση να μην νιώσω ποτέ μοναξιά, ακόμη και όταν υπήρξα μόνη. Φρόντισαν να ντύσουν με μελωδία και σοφία, συναισθήματα, να ελαφρύνουν τον πόνο, τις πληγές και τις απογοητεύσεις. Να είναι μαζί μου στην αγάπη, τη ζήλια και τη χαρά. Δεν υπάρχει ανάμνηση που να μην περικλείει μια μελωδία τους ή έναν στίχο.
Στα 34 μου, δεν πίστευα ποτέ πως θα σηκωνόμουν από τη θέση μου για να κάτσω ανακούρκουδα, μπροστά στη σκηνή, ακούγοντας, παρατηρώντας και χαζεύοντας από τόσο κοντά δύο πραγματικές κυρίες. Όμορφες, αρχοντικές, αισθαντικές, να τραγουδούν και να νιώθεις το τραγούδι τους. Να το καταλαβαίνεις και να συμμετέχεις. Να το κάνεις δικό σου και την ίδια ώρα να απολαμβάνεις να το μοιράζεσαι μαζί τους.
Βγήκαν στη σκηνή μαζί, σαν φίλες από τα παλιά. Ένιωθες την αγάπη και την εμπιστοσύνη ανάμεσά τους. Διέκρινες τον πόνο και τις πληγές από τον χρόνο, αλλά ακόμα και αυτό ήταν τόσο όμορφο.
«Αυτή η νύχτα μένει» τραγουδάει η Τάνια, με εξωστρέφεια, θεατρικότητα και μάτια που βγάζουν φωτιά. Τα χέρια της τραγουδάνε και αυτά ενώ η κινησιολογία της είναι υποδειγματική και τόσο πλούσια. Πλημμυρίζει τη σκηνή. Η Χαρούλα κάθεται στη καρέκλα, κορδωτή, στητή, με τα χέρια διπλωμένα στα πόδια της, σιγοτραγουδάει τα τραγούδια της Τάνιας και ταξιδεύει.
«Όλα σε θυμίζουν» της απαντάει και έρχεται η σειρά την Τάνιας να κάτσει στην καρέκλα. Λουφάζει και κρύβεται μέσα στην εσάρπα της, χάνεται. Καμία σχέση με αυτή τη Τάνια που τραγουδούσε δευτερόλεπτα πριν. «Μικρά και αγαπημένα. Πράγματα δικά σου καθημερινά.» τραγουδάει η Χαρούλα και βλέπω τα μάτια της να γυαλίζουν. Δεν είναι η ιδέα μου.
Η Τάνια σηκώνεται από τη καρέκλα της. «Γερνάω μαμά» τραγουδάει και ανατριχιάζουμε. Το νιώθει. Το τραγουδάει τόσο έντονα και εγώ μαζί της. Η Χαρούλα έχει σηκωθεί και αυτή. Την κρατάει αγκαλιά, την φιλάει στοργικά και χαμογελούν. Πραγματική ερμηνεία.
Η Χαρούλα ανταπαντάει ρωτώντας «Θεός αν είναι κι αν μ’ αγαπάει κανείς;» για να της απαντήσει αμέσως μετά η Τάνια «μονάχη μου καθόμουνα και απ’ τη ζωή κρατιόμουνα».
Μαζί, όρθιες, σχεδόν σε στάση προσοχής, η Χαρούλα τραγουδάει «Δι’ ευχών των αγίων της γης, ορατής και αοράτου πληγής» και την ενισχύει η Τάνια με φωνή δυνατή, καθάρια και καθηλωτική.
Βρισκόμουν πολύ κοντά για να βλέπω τις εκφράσεις, το βλέμμα, τις χειρονομίες, να νιώθω την ένταση, τον πόνο και να αισθάνομαι τις πληγές.
Συγκινήθηκα πολύ το βράδυ της Πέμπτης. Παρόλο που θεώρησα πως 25 ευρώ είναι εξωφρενικά πολλά για μια συναυλία στο, χωρίς ακουστική, θεατράκι της Λακατάμειας, παρόλο που υπήρξαν και σε αυτή τη συναυλία κοκότες που γελούσαν και μιλούσαν ωσάν και βρίσκονταν σε καφετέρια, τόσο η Χαρούλα όσο και η Τάνια ήταν υπέροχες.
Διαφορετικές αλλά ταιριαστές. Η μια έντονη, εκφραστική, ροκ και θεατρική. Η άλλη πιο ήρεμη, εσωτερική, ερωτική και ζεστή.
Και οι δύο, μια νύχτα στη Λακατάμεια έδωσαν εικόνα στα τραγούδια και μια γλυκύτητα που τη χρειαζόμουν.