Μπήκε φουριόζος, προχώρησε δίχως να καλημερίσει τη γραμματέα και αφού πρώτα βεβαιώθηκε πως ο Ιορδάνης, ήταν μόνος του στο γραφείο, τον ρώτησε «Έχεις χρόνο;».
«Κύριε Στέλιο μου! Τι έγινε; Κάθισε».
Ο Ιορδάνης σηκώθηκε από το γραφείο του για να τον υποδεχτεί, προτείνοντάς του το χέρι για χειραψία. Τον εξέπληξε η νωχελικότητα με την οποία του έσφιξε το χέρι. Οι χειραψίες του κυρίου Στέλιου ήταν, πάντα, όλο σφρίγος.
Παρακάλεσε τη γραμματέα του να ετοιμάσει δυο καφέδες, σκέτους. Έκλεισε την πόρτα και κάθισε στην πολυθρόνα δίπλα στον αναστατωμένο επισκέπτη του.
Ο κύριος Στέλιος, με τα χέρια στα γόνατά του και το κεφάλι σκυμμένο, ξεστόμισε ψιθυριστά «Δεν ξέρω πως να ξεκινήσω».
Η φιλιά τους ήταν σχετικά πρόσφατη. Γνωρίστηκαν πριν από ένα χρόνο και κάτι μήνες, σε μια σειρά επιμορφωτικών μαθημάτων κηπουρικής και ανθοκομίας. Ο κύριος Στέλιος γράφτηκε στα μαθήματα, σε μια προσπάθεια να γεμίσει τον ελεύθερο χρόνο που απέκτησε μετά την αφυπηρέτηση του από το αστυνομικό σώμα. Ο Ιορδάνης, για έναν εντελώς διαφορετικό λόγο. Έπρεπε να εμπλουτίσει τις γνώσεις του, για να ακολουθήσει τις απαιτήσεις του -τεράστιου και πλούσιου- κήπου της έπαυλής του. Με τη νέα τάξη πραγμάτων, δεν μπορούσε να διατηρήσει τον κηπουρό, που είχε προσλάβει η σύζυγός του.
Είχαν σταθμεύσει δίπλα-δίπλα στο πρώτο μάθημα και κατέβηκαν, ταυτόχρονα, απ’ τα αυτοκίνητά τους. Αντάλλαξαν καλησπέρα, συστήθηκαν και περπάτησαν μέχρι την αίθουσα διδασκαλίας, πιάνοντας χλιαρή κουβεντούλα. Η συνέχεια της κουβέντας δόθηκε στο διάλειμμα. Μετά το τέλος του δεύτερου μαθήματος, πήγαν για μπίρα και αντάλλαξαν τηλέφωνα. Κατέληξαν -χωρίς να το συνειδητοποιήσουν- μέσα σε σύντομο διάστημα, να έχουν καθημερινή επαφή. Αυθόρμητη, ανιδιοτελής, φιλική σχέση. Παρά τα εικοσιπέντε χρόνια διαφορά στην ηλικία τους.
Η επαφή τους συνεχίστηκε και μετά τη λήξη των μαθημάτων. Σχόλαγε από το δικηγορικό του γραφείο και για το δρόμο προς το σπίτι, ο Ιορδάνης, έπαιρνε στο τηλέφωνο τον κύριο Στέλιο. Αντάλλαζαν ανέκδοτα, έλεγαν τα νέα τους και κανόνιζαν για την επόμενη τους συνάντηση. Μια φορά κάθε δεκαπέντε μέρες, έβγαιναν για την καθιερωμένη τους ζιβανία. Σε συνοικιακά ταβερνάκια ή μερακλίδικα καφενεία που τον έπαιρνε ο κύριος Στέλιος. «Μα που ανακαλύπτεις τούτους τους θησαυρούς;» αναφωνούσε γεμάτος ενθουσιασμό ο Ιορδάνης και ο κύριος Στέλιος απλώς χαμογελούσε, γεμάτος ικανοποίηση.
Και όμως, μετά από τόσο καιρό που γνωρίζονται, ποτέ δεν τον είχε δει τόσο αναστατωμένο. Να μην βρίσκει λόγια, να κάθεται σκυφτός και προβληματισμένος. Να δυσκολεύεται να τον αντικρύσει στα μάτια. Να κάνει χειραψία δίχως πάθος. Ποιος; Ο κύριος Στέλιος.
Ήπιαν τον καφέ τους χωρίς να ανταλλάξουν κουβέντα. «Λοιπόν, θα μου πεις τι τρέχει; Ή θα μείνουμε αμίλητοι όλη τη μέρα;» απαίτησε ο Ιορδάνης.
«Είμαι ερωτευμένος» με δυο λέξεις έλυσε τη σιωπή του.
Ο Ιορδάνης έπινε νερό. Κατέβαλε προσπάθειες για να μη του σταθεί άλλα και για να μη φτύσει. Έβηξε πνιχτά, τρεις-τέσσερεις φορές. Τελικά κατάπιε φυσιολογικά.
«Πριν αρχίσεις τα γέλια, θα σου τα πω όλα.
«Ήμουν στο γυμνάσιο όταν ο πατέρας μου πήρε μετάθεση. Έτσι, μετακομίσαμε στο κέντρο της πόλης, στη νέα μας γειτονιά. Τους πρώτους ανθρώπους που γνωρίσαμε, ήταν τους γονείς της Θέκλας. Η Θέκλα ένα χρόνο μικρότερη από εμένα. Μόλις την είδα, μου κόπηκε η ανάσα. Αφυδατώθηκα.
Με τη Θέκλα κάναμε παρέα. Γίναμε πολύ καλοί φίλοι. Πέρα από τις γειτονικές σχέσεις, δεθήκαν και οι οικογένειές μας με φιλία ιδιαίτερη. Πηγαίναμε μαζί για μπάνιο και εκδρομές. Το σπίτι τους ήταν σπίτι μου. Μεγαλώναμε μαζί με τη Θέκλα. Τα συναισθήματα φούντωναν μα τα έπνιγα. Ανείπωτα. Ποτέ δεν ξεπέρασα εκείνο που ένιωσα την πρώτη φορά που την αντίκρισα. Δεν τόλμησα όμως ποτέ να ξεστομίσω το παραμικρό, να εκφράσω τη φουρτούνα που με πλημμύριζε. Και ήταν αμοιβαίο, εντός μου ήξερα, πως ήταν αμοιβαίο.
Και ήρθε η χρονιά που θα κατατασσόμουν στον στρατό. Περίεργα χρόνια. Οι φασαρίες. Η Θέκλα για σπουδές, εγώ στα όπλα. Πραξικόπημα, εισβολή. Τις περιπέτειές μου τις ξέρεις. Και μετά, η ένταξή μου στην αστυνομία. Δεν την ξαναείδα. Ούτε έτυχε να ακούσω το παραμικρό για εκείνη. Τα χρόνια κυλούσαν. Παντρεύτηκα, ανελίχθηκα. Έφτιαξα την οικογένεια μου που υπεραγαπώ.
Ως που ένα τηλεφώνημα, τις προάλλες, με αναστάτωσε. Ένας στενός πρώην συνάδελφος ζήτησε να με δει. Μου έδωσε ένα χαρτάκι. «Θέκλα» έγραφε μαζί με ένα αριθμό. Μου είπε, πως μια παλιά μου φίλη με έψαχνε και πως ήταν μεγάλη ανάγκη να πάρω αυτό το νούμερο τηλέφωνο. Σα να με διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα. Με έλουσε κρύος ιδρώτας. Τον καθησύχασα πως θα το κανόνιζα.
Την επομένη πληκτρολογούσα το νούμερό της. Με ταχυπαλμία. Δεν είχα ιδέα τι μπορεί να με ήθελε. Πως με βρήκε;
Είπαμε τα τυπικά. Έπειτα, μπήκε στο ψητό. Ήθελε μια χάρη από μένα, με παρακάλεσε. Η κόρη της είχε μπλεξίματα με τη νύχτα. Ήξερε για τη θέση που κατείχα, την επιρροή που ασκώ και ζήτησε από μένα να μεσολαβήσω. Να μην τα πολυλογούμε, τα κανόνισα.
Πέρασαν δυο βδομάδες. Με πήρε τηλέφωνο να με ευχαριστήσει. Στο τέλος, μου είπε πως θα ένιωθε άβολα αν δεν μου έκανε το τραπέζι. Με προσκαλούσε σε δείπνο. Αρχικά δίστασα, της εξήγησα πως δεν χρειαζόταν. Επέμενε. Το κλείσαμε το ραντεβού.
Βρεθήκαμε, νωρίς το βράδυ της Τετάρτης. Σε ένα καλό εστιατόριο, ήσυχο. Μιλήσαμε για όλα. Για τις ζωές μας. Μου είπε για τον αποτυχημένο γάμο της. Νοσταλγήσαμε, συγκινηθήκαμε, γελάσαμε. Το κρασί έρεε και ο πάγος είχε σπάσει για τα καλά. Ήμουν σε μια διάθεση περίεργη, απροσδιόριστη. Λες και είχα διώξει από πάνω μου είκοσι χρόνια. Ένιωθα άλλος άνθρωπος, Ιορδάνη.
Δεν άντεξα. Εξομολογήθηκα τον έρωτα μου. Όλα όσα ένιωθα εκείνα τα χρόνια. Βούρκωσε. Τα δάχτυλά της ακούμπησαν τα δικά μου. Δεν είχα πέσει έξω. Ένιωθε κι εκείνη ακριβώς τα ίδια. Μου εκμυστηρεύτηκε, πως πάντα, περίμενε το βήμα που δεν έκανα, τα λόγια που ποτέ δεν είπα. Σιωπήσαμε για κάμποσα λεπτά. Δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυα της.
Τελειώσαμε το κρασί μας και φύγαμε. Στην έξοδο, την έπιασα από το χέρι και δεν την άφησα να πάει στο αυτοκίνητο της. Μπήκαμε στο δικό μου. Οδήγησα προς το εξοχικό. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής δεν είπαμε λέξη. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Είχα την εντύπωση πως όλα ήταν ένα όνειρο.
Άνοιξα την πόρτα, μπήκαμε στο εξοχικό και πριν προλάβω να κλείσω, βρεθήκαμε αγκαλιασμένοι. Να φιλιόμαστε. Δεν μπορούσα να την αφήσω. Μύριζε όπως τότε. Άνοιξη. Ο πόθος ήταν οδηγός. Αφεθήκαμε. Κάναμε έρωτα.
Μεσολάβησαν σαράντα χρόνια, Ιορδάνη. Τα σώματά μας άλλαξαν, τα μαλλιά μας άσπρισαν, οι αντοχές μας χάθηκαν. Μα αρκεί μια στιγμή και μόνο, φίλε μου, για να συνειδητοποιήσεις πως ο άνθρωπος δεν είναι το σώμα…
Ξημέρωσε. Κατεβήκαμε στην πόλη. Στη γυναίκα μου, είπα πως με κάλεσαν στην υπηρεσία για κάτι εξαιρετικά επείγον. Μου έχει εμπιστοσύνη, το ξέρεις. Δεν μίλησα με άλλον άνθρωπο. Είσαι ο μόνος. Τη γυναίκα μου την αγαπώ, την οικογένειά μου. Μα θέλω να την ξαναδώ Ιορδάνη».