Εκτός από τα χαλούμια, τις φλαούνες, το συμπυκνωμένο τριαντάφυλλο και τη λούντζα, τα αδέρφια της μαμάς μου, μας έστελναν κατά καιρούς και κάτι ποτηράκια, σαν αυτά που εμείς στο Ελλαδιστάν χρησιμοποιούσαμε για να πιούμε τη μαλαματίνα. Τα ποτήρια αυτά κοσμούσε η φιγούρα ένας βρακοφόρου κυρίου, σε στάση που υποδήλωνε πως «ντιπ ινσάιντ», ήθελε να γίνει Superman και η ατάκα «οίνος ευφραίνει καρδίαν», την οποία θεωρώ υπεύθυνη για όλες τις βραδιές που η καρδιά μου ευφράνθηκε πολύ περισσότερο από όσο η κράση μου μπορούσε να αντέξει.
Έντεκα χρόνια έκλεισα στην Κύπρο πριν από λίγες ημέρες, αλλά στη γιορτή του κρασιού δεν αξιώθηκα να πάω, η γαϊδάρα. Λίγο η μετακόμιση στη Λεμεσό, λίγο η ανάμνηση των τραντισιονέλ ποτηρακίων από τα παιδικά μου χρόνια, αλλά πολύ περισσότερο η θεματική της γιορτής (βλ. κρασί), με έκαναν να οργανώσω την επίσκεψη στον δημοτικό κήπο.
Σε όσους Λεμεσιανούς ανακοίνωσα την επιθυμία μου, η αντίδρασή ήταν «παρέτα!». Και ξέρεις, όταν ο τόπακας σου λέει «παρέτα» σημαίνει πως κάτι πάει πολύ λάθος, πόσω μάλλον όταν αυτός είναι Λεμεσιανός. Αν κάτι έμαθα για τους Λεμεσιανούς τους τελευταίους μήνες, είναι πως στ’ αλήθεια πιστεύουν πως «σαν τη Λεμεσό εν έσhιει!». Αγαπάνε την πόλη τους και δεν μπορούν να λειτουργήσουν όταν βρίσκονται εκτός. Ελάχιστοι επισκέπτονται οικιοθελώς άλλη πόλη και στις σπάνιες αυτές περιπτώσεις, προορισμός θα είναι η Πάφος ή το αεροδρόμιο Λάρνακος!
Παρά τις παραινέσεις των οικείων, να εγκαταλείψω την ιδέα, η περιπετειώδης και trashy πλευρά μου, επέμεινε και τελικά κατάφερε να εξασφαλίσει τη συντροφιά Λεμεσιανών κατά τη διάρκεια της επίσκεψής μου στη θρυλική γιορτή του κρασιού. Εϊβα!
Τετάρτη βράδυ λοιπόν και έξω από τον κήπο γινόταν λαϊκό προσκύνημα. Μπροστά μου στο ταμείο, ένας ρασταφάριαν (ευοίωνη ένδειξη για μια γυναίκα που μεγάλωσε στα 90s και θεωρεί το ράστα ένδειξη coolness) πληρώνει κι αυτός εισιτήριο. Έξι ευρώ για την είσοδο των ενηλίκων, πέντε ευρώ το εφηβικό και τέσσερα ευρώ η είσοδος για παιδιά μέχρι 12 ετών. Δεν είναι απαγορευτική η τιμή, το σωστό να λέγεται! Περνάς τη πύλη, προσπερνάς το συντριβανούδι και μπροστά σου στέκεται αγέρωχος ο βρακάς και στα πόδια του η ορχήστρα. Μπαίνοντας είδα και τα περίπτερα της Εθνικής Άμυνας -δεν κατάλαβα γιατί, αλλά ούτε ρώτησα- της αστυνομίας και λοιπών υπηρεσιών, ένα πάγκο όπου πουλούσαν ποτηράκια συλλεκτικά, τα οποία οφείλεις να αγοράσεις αν θέλεις να δοκιμάσεις κρασάκι, καθώς μόνο σε τέτοια θα σε τρατάρουν τα 2 δάχτυλα που αντιστοιχούν σε κάθε ποτήρι. Αν φέρεις το κολονάτο από το σπίτι, κρασί δεν θα δοκιμάσεις, στο λέω για να ξέρεις. Μέχρι να διασχίσω την απόσταση που με χώριζε από τους καλλιτέχνες, βάρεσα και λίγα παλαμάκια σε κάτι ξένους που είχαν γίνει ντίρλα και «χόρευαν» στο ρυθμό του μπουζουκιού. Οι άνθρωποι διασκέδαζαν. Τι με κόφτει εμένανε πως και γιατί;
Εννοείται πως ενθουσιάστηκα! Κόσμος πολύς, με μάτια κατακόκκινα και ένα ποτήρι στο χέρι. Όλοι «χάπι». Το μίτινγκ πόιντ, ήταν ο βρακάς και η ορχήστρα. Από εκεί ξεκινούσαν δύο διάδρομοι με «περίπτερα» εστιατορίων. Ο λευκός μουσαμάς, στα καλύτερά του! Από ρέγγα και λουκουμάδες, μέχρι σουβλάκι, σούβλα και frozen yogurt! Ό,τι τραβάει η όρεξή σου. Τα οινοποιεία χωσμένα κάπου στο «μπακγκράουντ», αν θέλεις να δροσίσεις τη καταπιόνα σου, όντας στη γιορτή του κρασιού.
Στο γκαζόν, απλωμένα τραπέζια με την πλαστική καρέκλα «ντυμένη» με λευκό ύφασμα, όπως κάνουν στο χωρκάτικους -και ουχί χωριάτικους- γάμους και η παραγγελιά ικανοποιείται κατά μέσο όρο στο 60λεπτο. Χρόνος που σου δίνεται εσκεμμένα πέρκειν μου προλάβεις να εντοπίσεις τα περίπτερα των οινοποιών ανάμεσα σε όλο αυτό τον αχταρμά. Εκτός από τους μεγάλους παραγωγούς που έχουν περίοπτη θέση και διαφορετική διακόσμηση, όλα τα υπόλοιπα περίπτερα, ανεξαιρέτως περιεχομένου, είναι από λευκό μουσαμά.
Το καλύτερο περίπτερο από όλα, ωστόσο, ήταν αυτό του Υπουργείου Γεωργίας. Φαντάζομαι πρέπει να υπάρχει κονδύλι στον ετήσιο προϋπολογισμό για αυτό! Υπερπαραγωγή, μοντέρνο και ουσιαστικό. Στην είσοδο υπάρχουν τρακτέρ και δύο μοντέλα! Όχι δύο μοντέλα από τρακτέρ. Δύο τρακτέρ και δύο γυναίκες. Μπαίνεις στον περιφραγμένο χώρο και δεν έχει τίποτα. Αυτό. Τίποτα! Ο μινιμαλισμός σε όλο του το μεγαλείο. Δεν ξέρω αν νωρίτερα υπήρχαν αθλοπαιδιές. Μπορεί. Όταν πήγα εγώ ήταν άδειος ο χώρος. Γιατί όμως να υπάρχει, για να είμαστε και ακριβείς; Τι χρειάζεται να επεξηγήσει; Είναι η γιορτή του κρασιού, από τις βαρέλες δοκιμάζεις το κρασί σου και μασαμπουκιάζεις ότι προσφέρεται, ελπίζοντας πως θα λύσεις το πρόβλημα της δυσκοιλιότητας. Για να μη παρεξηγηθώ, είμαι σίγουρη πως οι επιχειρηματίες είναι σοβαροί επαγγελματίες και κάνουν ότι καλύτερο μπορούν. Δεν μπορούν όμως να κάνουν και πολλά.
Η διοργάνωση είναι παρωχημένη. Μια άσχημη κατάντια κολλημένη στο τότε. Το τότε πέρασε. Το σήμερα είναι εδώ και θέλει άλλου είδους χειρισμό. Αν οι επιχειρηματίες που ψήνουν, κόβουν σαλάτες και σερβίρουν φαγητό σε παιδιά, υιοθετήσουν τις ίδιες συνθήκες υγιεινής στα μαγαζιά τους, θα τους κλείσουν. Στη γιορτή του κρασιού γιατί οι ίδιοι φορείς, τους βοηθάνε να ανοίξουν; Άλλοι είναι οι πελάτες τους στα μαγαζιά, άλλοι στον κήπο; Αν η απάντησή σου είναι καταφατική, τότε απάντησέ μου και για ποιους γίνεται αυτή η εκδήλωση;
Αν τα περίπτερα ήταν περιποιημένα, οι ταμπέλες τους ομοιόμορφες, οι παροχές επαρκείς, σε πρώτο πλάνο οι οινοπαραγωγοί και συμπληρωματικά το φαγητό, τραντισιονέλ και ντιριντάχτα μουσική, ενημέρωση και εκπαίδευση για το κρασί, θα έχανε ή θα κέρδιζε η γιορτή; Στο πανηγύρι που πήγα προχθές, δεν γνώρισα κάποιον νέο παραγωγό, από αυτούς που έχω ακουστά και πίστευα πως θα έβλεπα. Τα περίπτερα όσων καταδέχτηκαν να λάβουν μέρος ήταν πίσω από τις σούβλες, που και αυτές απαραίτητες είναι, αλλά σε ρόλο ενισχυτικό. Δεν ξέρω πως ήταν παλιά η γιορτή. Είμαι σίγουρη πως κάποτε ήταν λαμπερή, πλούσια, με πολλούς επισκέπτες και διασκέδαση.
Αν οι διοργανωτές, στοχεύουν να προσελκύσουν μόνο ανθρώπους, οι οποίοι από νοσταλγία επιμένουν να επισκέπτονται τη γιορτή, το έχουν πετύχει διάνα. Πρέπει όμως να θυμούνται πως όσο ο χρόνος περνά, τους παίρνει μαζί του και μοιραία, ο αριθμός τους μειώνεται.
Αν όμως θέλουν να προωθήσουν τα τοπικά οινοποιεία, τους μεγάλους παραγωγούς και να συστήσουν στο ευρύ κοινό μια βιομηχανία που στο εξωτερικό την έχουν σε μεγαλύτερη εκτίμηση από αυτή που την έχουμε εμείς, ενδεχομένως να πρέπει να αναθεωρήσουν.
Καλοπροαίρετα και από έναν άνθρωπο που αγαπάει την πόλη, σέβεται την παράδοσή της και προσβλέπει στο λαμπρό της μέλλον, θα ήθελα να υπενθυμίσω στους όποιους διοργανωτές, πως αν δεν μπορείς να ενισχύσεις τη λάμψη της εκδήλωσής σου ή τουλάχιστον να συντηρήσεις το όνομά της, τότε καλύτερα «παρέτα».