Απ’ ότι ξέρεις, το… υβρίδιο ονόματι «brunch», αφορά σ’ ένα συνδυασμό «breakfast» και «lunch». Πρόκειται για το ιδανικό αντίδοτο στο μεθύσι του Σαββάτου, και σίγουρα πρόκειται για μια καλή αφορμή, ικανή να σε ξεσηκώσει απ’ το κρεβάτι ημέρα Κυριακή. Πολλοί είναι κι αυτοί που υποστηρίζουν πως πρόκειται για την καλύτερη δικαιολογία, για να ξεκινήσεις να τα πίνεις από νωρίς.
Πρόκειται αδιαμφισβήτητα για την νέα hip τάση, λέγε την και φρενίτιδα, των τελευταίων χρόνων. Βέβαια, ας μην ξεχνάμε πως αρκετά απ’ τα παραθαλάσσια εστιατόρια και pub του νησιού μας είχαν υιοθετήσει αυτό που θεωρείται σήμερα μόδα απ’ τα 90s, έτσι για να εμπεδώσουμε [ξανά] πως οι Λεμεσιανοί ήμασταν ανέκαθεν μπροστά.
«ΕΛΑ ΠΑΠΠΟΥ ΝΑ ΣΟΥ ΔΕΙΞΩ Τ' ΑΜΠΕΛΙΑ ΣΟΥ»
Πάμε να δούμε όμως πόσο ξενόφερτο είναι αυτό το brunch κι αν είναι. Μια εύλογη απορία που προκύπτει είναι η εξής: «Είχες και στο χωριό σου brunch ρε φίλε;» και θα σου απαντήσω πως «Ναι, είχα!». Και κάπου εδώ να υπενθυμίσουμε το περίφημο και κυπριακό «μπούκωμα», που αν δεν έτυχε να το ζήσεις -και να το γευτείς- ρώτα τον θειό σου ή την γιαγιά σου, αυτοί ξέρουν. Το μπούκωμα αφορά επίσης σε γεύμα μεταξύ πρωινού και μεσημεριανού γεύματος, το κολατσιό που λέμε, συνηθίζει να κάνει αρχή με τις… καλύτερες προθέσεις. Αναλόγως διάθεσης και -προπαντός- της παρέας, μπορεί να βαρύνει, να κρατήσει για ώρες και να εκτοπίσει το μεσημεριανό κλασσικό τραπέζι. Το μπούκωμα ήταν ταυτισμένο -κατά κύριο λόγο- με την κυριακάτικη λειτουργία. Με αφορμή τον πατροπαράδοτο «καφέ» που την ακολουθούσε, τα κοντινά στην εκκλησία φιλικά ή συγγενικά σπίτια, γίνονταν χώροι συνεύρεσης.
Οι άντρες με εφημερίδα υπό μάλης και η οικοδέσποινα, με την ποδιά δεμένη, να συγκρατεί παραγγελίες. Μαζί με τον καφέ, σπιτική τυρόπιττα. Ψωμί με προζύμι ή κουλούρι αρκατένο. Χαλλούμι και αναρή φρέσκια. Το μπολ τις με ελιές τις τσακκιστές να μοσχοβολάνε κόλιανδρο και σκόρδο. Ντομάτες κόκκινες. Κι η ομήγυρη στην ανάλυση της επικαιρότητας. Πολιτικά. Κουτσομπολιό –πάντα- χαμηλόφωνα και κριτική για τον καινούριο ιερέα. Προβλέψεις για το απογευματινό μάτς. Με το πέρασμα της ώρας ο οικοδεσπότης, όφειλε, να αναλάβει πρωτοβουλία. Με καμάρι γίνεται αναφορά στη ζιβανία που παρήγαγε ο ίδιος. Τα φλιτζανάκια του καφέ αποσύρονται και στη θέση τους τα ανάλογα ποτήρια για τη γευσιγνωσία του αποστάγματος. Μαζί αναβαθμίζονταν και τα πιατάκια. Λούντζα κρασάτη. Χοιρομέρι, τσαμαρέλα. Τυρί κασκαβάλι. Αυγά βραστά. Λουκάνικο.
Θα με ρωτήσεις «Είχες και στο χωριό σου brunch ρε φίλε;» και θα σου απαντήσω πως «Ναι, είχα!»
ΜΠΟΥΚΩΜΑ ΣΕ ΝΕΑ ΑΝΑΓΝΩΣΗ
Απ’ το σημερινό brunch λείπει η ζιβανία, την οποία αντικατέστησε η σαμπάνια και ο χυμός πορτοκάλι παραδίπλα. Πλέον είναι συνυφασμένο με το λιάσιμο σε ότι ήλιο διατίθεται την συγκεκριμένη μέρα και τα tablets και τα κινητά απλωμένα στο τραπέζι. Τα egg benedict ή το quiche Loraine, πήραν την θέση των τηγανιτών αυγών παρόλο που τα αυγά τα ίδια, επέστρεψαν -μετά από μακρόχρονη απουσία- στη βιολογική τους εκδοχή, όπως αυτά της γιαγιάς σου δηλαδή.
Όπως και να ‘χει μερικές αξίες παραμένουν σταθερές. Ένα τραπεζάκι και καλή συντροφιά πέριξ. Μυρωδάτος καφές. Σωστά ποτά και εκλεκτός μεζές. Ζωή.