Οδηγός για την εξιχνίαση της δολοφονίας του Μένη Κουμανταρέα υπήρξε το τελευταίο μυθιστόρημα του μεγάλου συγγραφέα.
«Διαβάσαμε τον ‘Θησαυρό του Χρόνου’» λέει αξιωματικός της Ασφάλειας.
«Διαβάσαμε τον ‘Θησαυρό του Χρόνου’ και αναγνωρίσαμε κάποια από τα ευρήματα που είχαν προκύψει από την έρευνά μας» δήλωσε στο Έθνος αξιωματικός της Ασφάλειας Αττικής που κατάφερε να εξιχνιάσει το έγκλημα. «Κάπως έτσι, και με τη βοήθεια της τεχνολογίας φυσικά, προσανατολιστήκαμε στους νεαρούς Ρουμάνους που τελικά ευθύνονται για την απώλεια του μεγάλου Έλληνα συγγραφέα».
Οι αξιωματικοί της Υποδιεύθυνσης Δίωξης Εγκλημάτων κατά Ζωής και Ιδιοκτησίας της Ασφάλειας συνέλαβαν έναν 25χρονο Ρουμάνο, με το όνομα Στέφαν Μ., και αναζητούν έναν ομοεθνή του ως δράστες του αποτρόπαιου εγκλήματος. Πληροφορίες αναφέρουν ότι ο νεαρός αποδίδει σε ατύχημα την ανθρωποκτονία, όμως τα ιατροδικαστικά ευρήματα που παραπέμπουν σε στραγγαλισμό τον διαψεύδουν κατηγορηματικά.
Η Άννα Πατάκη, εκδότρια του βιβλίου, έγραφε για το βιβλίο αυτό λίγες ημέρες μετά τη δολοφονία του συγγραφέα:
Με μεγάλη οδύνη δεχτήκαμε την επιβεβαίωση της αποτρόπαιης είδησης για τον χαμό του Μένη Κουμανταρέα, που από τα ξημερώματα ευχόμασταν να μην είναι αλήθεια. Η Ελλάδα θρηνεί σήμερα έναν κορυφαίο συγγραφέα της. Η σκέψη μας αυτές τις ώρες βρίσκεται στην αγαπημένη του οικογένεια.
Στον Θησαυρό του χρόνου, το τελευταίο του βιβλίο, στο οποίο ο Μένης ξεδίπλωσε τα φύλλα της ψυχής του, χωρίς να αφήσει απ’ έξω τίποτα από αυτά που μπορούσε να δει και να νιώσει, γράφει: Ξυπνώ με το κορμί πιασμένο, το κεφάλι να κουδουνίζει και τα μάτια, μέσα σε μαύρους κύκλους, να προσπαθούν ν’ αμυνθούν στο εχθρικό φως της καινούργιας μέρας, αν υποτεθεί ότι η μέρα που ξημερώνει μπορεί να χαρακτηριστεί καινούργια. Είναι ζήτημα αν πάλι κοιμήθηκα τρεις με τέσσερις ώρες. Τα ξενύχτια με φίλους -ενίοτε και εχθρούς- δεν λένε να μ’ εγκαταλείψουν. Περνώ στο μπάνιο, με μηχανικές κινήσεις ρίχνω νερό στο πρόσωπό μου, κάθομαι στη λεκάνη με το παντελόνι της πιτζάμας κατεβασμένο να σέρνεται στα πλακάκια. Ντύνομαι με τα ρούχα της δουλείας -ο τόνος μού ξέφυγε και εύστοχα πήγε στο γιώτα-, σακάκι και γραβάτα, γλιστρώ στις αδύναμες γάμπες τις κάλτσες -μανταρισμένες απ’ τα χεράκια της μητέρας μου- κι ύστερα ανυπόμονα φορώ τα παπούτσια τσαλακώνοντας το δέρμα στις φτέρνες. Μια φέτα βουτυρωμένο ψωμί με κάποιες ρανίδες μέλι κι ένας καφές πρόχειρα φτιαγμένος στο μάτι της κουζίνας με συνοδεύουν ως την εξώπορτα. Κοιτάζω με αγωνία το ρολόι μου, το παλιό μου Ωμέγα, αυτό που κάθε τόσο αντικαθιστώ οσάκις πέφτω θύμα κλοπής από τα χέρια κάποιου ωραίου μακρυχέρη. Υπολογίζω πόση ώρα θέλω για να βρεθώ στον αριθμό 30, όσα και τα χρόνια μου, κι αν είναι προτιμότερο αντί για λεωφορείο να πάρω ταξί. Σίγουρα οι ταξιτζήδες θα μου στήσουν κάποτε ένα μνημείο.
Να είναι ελαφρύ, Μένη, το χώμα που θα σε σκεπάσει.
Άννα Πατάκη Αθήνα, Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014
Έγραφε ο ίδιος ο συγγραφέας για το βιβλίο:
Τον περισσότερο καιρό πίνοντας και κουτσοπίνοντας άκουγα με δέκα αυτιά αυτές τις ιστορίες που, είτε γνήσιες είτε πλαστές, είχαν ένα ενδιαφέρον για μένα, που ζητούσα να ξεφύγω από τη δική μου ιστορία. Μία μόνο προϋπόθεση έθετα: αυτός που τις έλεγε να ξέρει να τις αφηγείται, να σε μεταφέρει αλλού και να σου εξάπτει τη φαντασία. Τότε με έκαναν να θέλω να πω κι εγώ μια ιστορία. Μα εγώ, βλέπεις, προτιμώ να τις γράφω... Ένα μυθιστόρημα για την απώλεια. Την απώλεια όχι μόνο ενός ανθρώπου, αλλά και την απουσία που αυτή συνεπάγεται. Μια αφήγηση ανάμεσα στην παραίσθηση και στην άγρια πραγματικότητα. Μια περιπέτεια που οδηγεί στην αναζήτηση και απόκτηση ενός θησαυρού. Να είναι τάχα αυτός ο θησαυρός του χρόνου; «Όταν λέω χειρόγραφα, εννοώ δύο τόμους με εναλλασσόμενα τη γραφομηχανή, τον δικό μου γραφικό χαρακτήρα και το κομπιούτερ. Ένα παλίμψηστο! Είναι ένα βιβλίο εξαιρετικά αυτοβιογραφικό. Που όμως, άμα δεν με ξέρει κανείς, δεν το καταλαβαίνει. Το έχω δουλέψει τέσσερα χρόνια, θα μπορούσε να είναι αφιερωμένο στη Λιλή, τη γυναίκα μου, αλλά δεν υπάρχει λόγος για αφιέρωση ακριβώς επειδή ένα μεγάλο μέρος του είναι γι' αυτήν. Είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο. Ο αφηγητής δεν έχει όνομα. Και τα υπαρκτά πρόσωπα είναι με άλλα ονόματα. Πρόκειται για βιβλίο ρεαλιστικό, όπως όλα μου σχεδόν, αλλά επιτρέπω στον εαυτό μου πότε πότε κάποιοι από τους ήρωες να είναι πεθαμένοι και να εμφανίζονται ως φαντάσματα, και άλλοι να πετάνε, να ίπτανται. Χώρος δράσης είναι η Αθήνα αλλά χωρίς τοπωνύμια. Ήθελα να μιλήσω και για την αρρώστια της Λιλής αλλά και για τους δικούς μου εγκλεισμούς στο νοσοκομείο τα τελευταία χρόνια. Άρχισα να το γράφω όταν αρρώστησε και το συνέχισα μετά τον θάνατό της, πριν από τέσσερα χρόνια».