«Επικρατούσε χάος. Ήμουν στο δεξί μέρος της αίθουσας στο Βataclan και καθώς τελείωνε ένα κομμάτι των Eagles of Death Metal άκουσα εκρήξεις, σαν πυροτεχνήματα. Είδα τον κιθαρίστα να βγάζει την κιθάρα του, γύρισα, και είδα έναν τύπο μ’ ένα αυτόματο να πυροβολεί στον αέρα. Πέσαμε όλοι στο πάτωμα. Από εκείνη τη στιγμή άρχισε να λειτουργεί το ένστικτο. Με κάθε ριπή προσπαθείς να πας όσο πιο μακριά γίνεται από τους οπλοφόρους – δεν κατάλαβα πόσοι ήταν, έγιναν όλα πολύ γρήγορα.
Προσπάθησα, μαζί με κάποιους άλλους, να φτάσω στη σκηνή όπου υπήρχε μια έξοδος κινδύνου στο δεξί μέρος. Εκεί επικρατούσε χάος, κάποιοι είχαν τρομοκρατηθεί και παρακαλούσαν για τη ζωή τους κι άλλοι μας έσπρωχναν και μας τραβούσαν για να φτάσουν πίσω απ΄ τη σκηνή. Κρυφτήκαμε σε ένα δωμάτιο στα δεξιά δίπλα στη σκηνή νομίζοντας ότι είναι έξοδος αλλά όχι. Ένα μέλος του προσωπικού που βρισκόταν στο δωμάτιο μας είπε ότι η έξοδος κινδύνου ήταν στην άλλη πλευρά του δωματίου.
Ακούγαμε ακόμα πυροβολισμούς. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα ή λεπτά σταμάτησαν και είδαμε ανθρώπους να πλησιάζουν την έξοδο κινδύνου – τώρα που το σκέφτομαι οι οπλοφόροι πρέπει να ξαναγέμιζαν σ’ εκείνη τη φάση. Εκείνη τη στιγμή, όλοι απ’ την ομάδα μου αποφασίσαμε να διασχίσουμε το δωμάτιο, περνώντας πίσω απ’ την κουρτίνα. Βρεθήκαμε έξω και τρέξαμε προς τη λεωφόρο. Ακούσαμε πυροβολισμούς στο δρόμο που ήμασταν αλλά δεν κοίταξα πίσω. Έτρεξα, όπως έτρεξε όλος ο κόσμος προς τη Βαστίλη.
Στο δρόμο ήταν ήδη πολλά περιπολικά και μηχανές που πήγαιναν προς το συναυλιακό χώρο. Πήγα σπίτι μου, είμαι ΟΚ. Άλλοι δεν μπορούν να πουν το ίδιο. Δε φοβήθηκα και δεν είμαι σοκαρισμένος (ακόμα). Γράφω αυτά για να μη ξεχάσω».