Μόνο ένα πράγμα κάνει τα όνειρα αδύνατον να πραγματοποιηθούν. Ο φόβος της αποτυχίας. Ο φόβος για το άγνωστο. Ίσως εκεί που φοβάσαι να πας, εκεί να βρίσκονται όλα όσα ψάχνεις. Έτσι και τα χιλιάδες ορφανά του τρένου. Μάτια φοβισμένα, μάτια κλαμένα, μάτια θλιμμένα. Ψυχές στερημένες του πιο αυτονόητου. Της αγάπης. Οδηγώντας τα στο άγνωστο αβέβαιο μέλλον. Ο αγώνας δύσκολος και μακρύς αλλά μέσα βαθιά μπορούσες να διακρίνεις τη σπίθα ελπίδας για ένα καλύτερο αύριο. Και αυτό ήταν που έκανε τον φόβο πέρα.
Από το 1854 ως το 1929 τα λεγόμενα «τρένα με τα ορφανά» μετέφεραν πάνω από 200,000 εγκαταλελειμμένα και άστεγα παιδιά από τις παράκτιες πόλεις των ανατολικών ΗΠΑ στις Μεσοδυτικές Πολιτείες για «υιοθεσία», η οποία συχνά εξελισσόταν σε επίσημη δουλειά. Ο ιδρυτής αυτής της ιδέας πίστευε ότι η σκληρή δουλειά, η μόρφωση και η συμπονετική ανατροφή ήταν ο μόνος τρόπος να σωθούν αυτά τα παιδιά από μια ζωή στερήσεων και ακραίας φτώχειας.
Πολλά παιδιά είχαν βιώσει τεράστια τραύματα στη σύντομη ζωή τους και δεν είχαν ιδέα που πήγαιναν. Το τρένο έμπαινε στον σταθμό και οι ντόπιοι μαζεύονταν για να τα επιθεωρήσουν- αν ένα παιδί ήταν αρκετά δυνατό για να δουλέψει στα χωράφια ή έξυπνο και πράο για να μαγειρεύει και να καθαρίζει. Αναγγελίες τοιχοκολλούνταν ημέρες και βδομάδες πριν από την άφιξη του τρένου στις πόλεις. Κάποια παιδιά τα υποδέχονταν θερμά στις νέες τους οικογένειες και πόλεις. Άλλα τα έδερναν, τα κακομεταχειρίζονταν, τα γελοιοποιούσαν ή τα αγνοούσαν. Έχαναν τις πολιτισμικές τους ταυτότητες και το παρελθόν τους. Τα αδέλφια χωρίζονταν χωρίς να τα ξαναφέρουν σε επαφή. Περίμεναν από παιδιά της πόλης να εκτελούν σκληρές αγροτικές εργασίες, για τις οποίες δεν ήταν προετοιμασμένα ούτε συναισθηματικά, ούτε σωματικά.
Έτσι ακριβώς αρχίζει και η αφήγηση της ηρωίδας του βιβλίου μας. Της Νίαμ, που έγινε Ντόροθυ και μετά Βίβιαν . Κάθε σπίτι που άλλαζε έπαιρνε και ένα νέο όνομα ανάλογα με τα απωθημένα και τα ανεκπλήρωτα όνειρα κάθε οικογένειας που την έπαιρνε κοντά του. Δεν ξέρει ποια απ’ όλες είναι. Ξέρει μόνο πως είναι ένα πλάσμα χωρίς ρίζες. Που το μάζεψαν όπως και τις τόσες άλλες χιλιάδες σαν απόβλητο, σαν σκουπίδι για να τη στείλουν όσο το δυνατό μακρύτερα, εκεί που δεν θα την έβλεπε κανείς
Σε κάθε σταθμό του τρένου ο βουβός πανικός κυριαρχούσε. Το να μην την επιλέξουν είναι κάτι που δεν θα ήθελε να σκεφτεί. Μέχρι τον επόμενο σταθμό. Να την επιδείξουν ξανά Μπορεί εκεί να ήταν πιο «τυχερή». Όσα δεν επιλέγονταν, πίσω στη Νέα Υόρκη να μεγαλώσουν σε ορφανοτροφεία. Τουλάχιστον εκεί ήξεραν τι τους περίμενε. Σκληρά στρώματα, άγρια σεντόνια, αυστηροί δάσκαλοι. Αλλά και τρία γεύματα την ημέρα……τουλάχιστον δεν θα πεινούσαν.
Δεν χρειάστηκε όμως να επιστρέψει … Η «τύχη» ήταν με το μέρος της. Από τη μια ανάδοχη οικογένεια στην άλλη. Από μέρους τους κανένα συναίσθημα. Ωμά… Μάλλον η εγκατάλειψή της και οι συνθήκες που έφτανε σε αυτούς δεν είχαν πολλή σημασία για αυτούς σε σχέση με τις ανάγκες που μπορεί να ικανοποιούσε τη ζωή τους.
Η ηρωίδα μας γίνεται ενενήντα χρόνων για να μπορέσει να μιλήσει για πρώτη φόρα για όλα εκείνα τα σκοτεινά χρόνια που έζησε. Η εμπειρία της ήταν τόσο οδυνηρή που δεν ήθελε να επιβαρύνει κανένα.. Έπρεπε να εξηγήσει πολλά, που ήταν πολύ δύσκολα να τα πιστέψει κανείς. Πώς να πεις ότι έχασες τα πάντα; Έμαθε πολύ καιρό πριν ότι η απώλεια στη ζωή της δεν είναι απλώς πιθανή αλλά αναπόφευκτη. Μερικές φορές είναι ευκολότερο να προσπαθείς να ξεχάσεις….
«Κι όταν η καταιγίδα θα έχει περάσει, δεν θα θυμάσαι πως τα κατάφερες ή πως επιβίωσες. Δεν θα είσαι καν σίγουρος ένα η καταιγίδα όντως τελείωσε. Ένα πράγμα είναι μόνο σίγουρο. Όταν θα περάσει δεν θα είσαι πια ο ίδιος άνθρωπος με αυτόν πριν ξεκινήσει»