Κάθισα στο τιμόνι, ξεκίνησα τη μηχανή μα δεν το κούνησα ούτε εκατοστό. Στο μυαλό μου ήταν καρφωμένο το λακωνικό μήνυμα που έλαβα ξημερώματα. «Η κατάσταση άρχισε να περιπλέκεται».
Πήρα ένα λευκό φάκελο αλληλογραφίας πού ήταν πεταμένος στο κάθισμα του συνοδηγού κι έβγαλα το χιλιοξυσμένο μολύβι μου. «Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο, ξέρεις γιατί;» σημείωσα.
Ξεκίνησα για τη διαδρομή που ακολουθώ τις καθημερινές. Ένας από τους λόγους που αγαπώ το πολύ πρωινό ξύπνημα είναι η οδήγηση. Κάνω τους σοβαρότερους διαλόγους με τον εαυτό μου. Προσπαθώ να με βρώ κατά την πρωινή οδήγηση. Δίχως να βγάζω άκρη συνήθως.
Στην είσοδο της πόλης, στο γνωστό σημείο, λοξοδρόμησα. Πάρκαρα πλάι στη θάλασσα και κατέβασα το παράθυρο. Ένιωσα τη φρεσκάδα της στο πρόσωπό μου. Ένας γλάρος αιωρούταν χαμηλά και από το ραδιόφωνο ακουγόταν η πρωινή ενημερωτική εκπομπή. Δεν έδινα σημασία. Ήταν από τις σπάνιες φορές που στο αυτοκίνητο δεν είχα μουσική να παίζει. Χαμήλωσα τη ένταση, πήρα ξανά τον φάκελο. «Άγνωστα νερά» έγραψα σε καθαρό σημείο και ήπια μια γουλιά απ’ τον καφέ μου. Είχε κρυώσει.
Δυνάμωσα την ένταση του ραδιοφώνου. Βγήκα στην άσφαλτο και πάλι, συνεχίζοντας την διαδρομή μου για την δουλειά. «Η χτεσινή ήταν η πιο κρύα μέρα των τελευταίων 150 χρόνων στην Κύπρο» άκουσα τον εκφωνητή να λέει. Θυμήθηκα το στικάκι που έκλεψα απ’ τον Κυριάκο. Το κάρφωσα στην ειδική υποδοχή και πάτησα το play. Ξεκίνησε να παίζει Van Morisson -δεν είχα ιδέα ποιό κομμάτι ήταν. Το δυνάμωσα περισσότερο.
Έφτασα στη δουλειά και παρατηρούσα κάθε τρείς και λίγο τους δείκτες του ρολογιού στον τοίχο. Περίμενα να γίνει 8.30 για να σε πάρω τηλέφωνο. Σου υποσχέθηκα να σε ξυπνήσω. Πεταμένα λεφτά το καινούριο σου ξυπνητήρι.