Γράφει η Μαρία Πιριπίτση
Κρατώντας στα χέρια μου επιτέλους το «Απαγορευμένο», μετά από μέρες αναμονής, με το που βλέπω το κόκκινο εξώφυλλο με το συρματόπλεγμα σε σχήμα καρδίας προβλέπω το περιεχόμενο χωρίς καν να το ανοίξω.
Με τίποτα όμως δεν περίμενα αυτό που έζησα. Δύσκολο να το περιγράψω με λόγια. Πραγματικά, ότι και να γράψω με τίποτα δεν θα το αντιπροσωπεύσει. Ρουφώντας και την τελευταία λέξη με μάτια κλαμένα δεν θέλω με τίποτα να το αποχωριστώ. Ο πόνος, ο τρόμος και ο θυμός σουβλίζει αλύπητα τα μέσα μου. Ένα λογοτεχνικό ταξίδι που σίγουρα δεν είναι για όλους, αλλά συγκλονίζει όλους όσοι το επιχειρούν.
Ανάμεικτα συναισθήματα. Πώς μπορεί κάτι τόσο λάθος να είναι συνάμα τόσο όμορφο; Μια αγάπη που οι καταστροφικές της συνέπειες θα σας κάνει να αναθεωρήσετε ό,τι σκέφτεστε για το μεγαλύτερο ταμπού της κοινωνίας μας. Την αγάπη μεταξύ δύο παιδιών που είναι αδέρφια. Εκείνη είναι όμορφη και ταλαντούχα. Είναι δεκάξι και δεν την έχουν φιλήσει ποτέ. Εκείνος είναι δεκαεπτά, πανέμορφος και στο κατώφλι ενός λαμπρού μέλλοντος. Και τώρα ερωτεύτηκαν. Αλλά… κάτι τέτοιο αποτελεί έγκλημα.
Πάντα ένιωθαν περισσότερο φίλοι παρά αδέρφια. Από κοινού ανέλαβαν το ρόλο της αλκοολικής μητέρας αλλά και του πατέρα που προτίμησε να τους εγκαταλείψει, αφήνοντας πίσω του άλλα δύο μικρότερα παιδιά. Αναγκαζόμενοι πλέον να συμπεριφερθούν οι ίδιοι σαν γονείς, η Μάγια και ο Λόχαν έπρεπε να μεγαλώσουν γρήγορα. Οι ανάγκες της ζωής, μαζί με το γεγονός ότι ανέκαθεν καταλάβαιναν απόλυτα ο ένας τον άλλον, τους έφεραν πιο κοντά απ’ όσο δυο αδέρφια θα έπρεπε να είναι.
Προσπάθησαν, αλήθεια το προσπάθησαν, το πολέμησαν. Να ανοίξει ο καθένας τα δικά του φτερά. Οι εκδοχές αυτές βρίσκονταν ελεύθερες μπροστά τους. Είχαν όμως ήδη κάνει τις επιλογές τους. Γι’ αυτούς όμως δεν υπήρχε κανένας. Κανένας. Οποιοσδήποτε ακόμη και φανταστικός, ήταν απλώς το δεύτερο καλύτερο.
Γιατί το καλύτερο το βρήκαν και είναι ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΟ. Αρνούνται όμως να αφήσουν τον εαυτό τους να σκεφτεί. Αρνούνται να αφήσουν τις ταμπέλες που βάζει ο κόσμος να τους καταστρέψει ότι πιο όμορφο τους ανήκει. Κατά αυτούς στα συναισθήματα δεν υπάρχουν νόμοι, δεν υπάρχουν όρια. Κανένας δεν θα μπορέσει να τους το πάρει αυτό ποτέ όσο περνά από τα χέρια τους…..ούτε και ο νόμος που είναι ο μοναδικός εχθρός που δεν σταματά να αιωρείται ανάμεσα τους.
«Μπορείς να κλείσεις τα μάτια σου σε πράγματα που δεν θέλεις να δεις, αλλά δεν μπορείς να κλείσεις την καρδιά σου σε πράγματα που δεν θέλεις να αισθανθείς»