Γράφει η Μαρία Πιριπίτση
Βρέχει στη μικρή επαρχιακή πόλη. Μήνες ολόκληρους βρέχει διαρκώς νύχτα και μέρα. Κανένας δε θυμόταν ξανά κάτι τέτοιο και όλοι απορούσαν. Πρώτα ήρθε το νερό, ακράτητο ξεχύθηκε παντού, στους δρόμους, στα σοκάκια, μέσα στα σπίτια πάλευε να μπει. Ήρθε η υγρασία. Στον αέρα κάθισε, στους τοίχους, στα κόκαλα των ανθρώπων. Ήρθε κι η λάσπη, που κολλημένη πάνω στα παπούτσια τη σέρνανε μαζί τους. Η γκρίνια, η φαγωμάρα τους κατάτρωγε. Φτάσαν στα όριά τους, ώσπου συνήθισαν. Σιωπηλά το αποδέχτηκαν και συνέχισαν τη ζωή τους χολωμένοι.
Τέλος, ήρθε το μεγάλο κακό. Η συμφορά που αδιακρίτως χτύπησε τα σπιτικά τους. Ήρθαν οι φόνοι. Ο θάνατος. Ο αστυνόμος Σκιαδάς ανήσυχος κι εξοργισμένος ψάχνει να βρει το «ποιος και το γιατί». Κι αυτά που βρίσκει τον τρομάζουν. Ο Τύπος, η κοινωνία, οι ανώτεροί του, μα πάνω απ’ όλα, η συνείδησή του τον καταδιώκουν. Πολλά τα πρόσωπα, πολλά τα θύματα κι ο χρόνος τον πιέζει.
Χάος γύρω του, βροχή και αίμα. Καράβι ακυβέρνητο ο κόσμος και ο Θεός απών. Ή μήπως όχι;
219 ημέρες βροχής, 219 ημέρες αγωνίας. Ένα συναρπαστικό βιβλίο μυστηρίου που το διαβάζεις με την ανάσα κυριολεκτικά κομμένη μέχρι την τελευταία σελίδα. Πραγματικά μου ήταν πολύ δύσκολο να το αφήσω από τα χέρια μου, ένα βιβλίο βασανιστικό.
Πρωταγωνιστές τα μικρά παιδιά, που για ακόμη μια φορά, μας κάνουν να θυμηθούμε πώς χωρίς αυτά η ζωή δεν έχει νόημα.
Η μοναξιά, η σιωπή, ο αγώνας, η συνείδηση, τα λάθη, η παράνοια, η αγάπη, η δικαιοσύνη, η κάθαρση. Όλα βρίσκουν τη θέση τους μέσα στη ζωή της βροχερής πόλης.
Οι κατά συρροή φόνοι είναι η ευκαιρία και η αφορμή για τη συγγραφέα να δημιουργήσει χαρακτήρες ολοζώντανους και αληθινούς, να παρουσιάσει τις σχέσεις μεταξύ των κατοίκων μιας πόλης αλλά και μεταξύ των ίδιων των μελών μιας οικογένειας. Οι ενδοοικογενειακές διαφορές, τα όνειρα και οι προσδοκίες μιας ζωής που διαψεύδονται, η απληστία, η προδοσία και η ενοχή, είναι στοιχεία από τα οποία κανείς από τους συμμετέχοντες δεν μπορεί να ξεφύγει. Οι χαρακτήρες άρτια σκιαγραφημένοι, σα να τους ξέρεις... Σα να τους έχεις συναντήσει κάπου. Συμπάσχεις μαζί τους, πονάς, θρηνείς, αγανακτείς, αγωνιάς, φοβάσαι και καρτεράς την εκδίκηση... τη λύτρωση.
Το φινάλε του βιβλίου θα το θυμάμαι για πολύ καιρό. Ανατρέπει τα πάντα και δίνει μια μαχαιριά στην καρδιά τόσο δυνατή που χάνει πολλούς χτύπους. Στο τέλος ελευθερώνεσαι μαζί τους, δικαιώνεσαι. Και τότε, στην τελευταία σελίδα του βιβλίου έρχεται η στιγμή που δεν ακούς πια τη βροχή, το επίμονο μουρμουρητό της και από τις χαραμάδες της ψυχής σου βλέπεις τον ξεχασμένο ήλιο, έναν ήλιο φωτεινό και καθαρό που έρχεται να σε ζεστάνει και να μαλακώσει τις πληγές σου...