Μας χώριζε μόνο ο στενός πεζόδρομος. Τον παρακολουθούσα πίνοντας τη δική μου μπίρα, στη μπυραρία απέναντι από το παλαιοβιβλιοπωλείο. Ήταν Τετάρτη μεσημέρι και μύριζε καλοκαίρι.
Τον απολάμβανα τον παππού του Κυριάκου. Υποκλινόμουν στο πόσο ανέμελος έδειχνε. Αντάλλαζε κουβέντες με τους γείτονες και σχολίαζε τους περαστικούς. Μιλούσε με αυτοπεποίθηση, χωρίς να σηκώνει πολλά-πολλά, και με ένταση που λίγοι άνθρωποι μπορούν στην ηλικία του. Με φωνή βραχνή αλλά λεπτή -και τρεμάμενη μάλλον από τις πρωινές μπίρες- χρησιμοποιούσε μια γλώσσα του δρόμου που είχα καιρό να ακούσω. Μια-δυο φορές ανέβασε στο στόμα τα σωθικά του και με διόλου διακριτικό τρόπο, γύρισε και τα έφτυσε στον ανθώνα δίπλα του.
Δεν τον άφηνα από τα μάτια μου, μα περισσότερο δεν τον άφηνα από τα αυτιά μου. Κάθε του ατάκα, κάθε του περιγραφή, κάθε του βήξιμο.
Μια περαστική κυρία κοντοστάθηκε. Ζητούσε πληροφορίες για το πως να βρει ένα εκκλησάκι που βρισκόταν στην περιοχή. Την άκουσα να τον ρωτάει ευγενικά και με ύφος κάπως συμπονετικό. Ο παππούς του Κυριάκου λες κι είχε την απάντηση έτοιμη. Ακαριαία, με τις ανάλογες χειρονομίες και δίχως να μετακινηθεί ούτε πόντο από τη θέση του, ξεκίνησε να την κατευθύνει. Δεν δίστασε σε καμία περίπτωση, δεν ζήτησε επιβεβαίωση από κανένα, δεν άλλαξε κανένα δεξιά με κανένα αριστερά. Η γυναίκα τον ευχαρίστησε και έκανε να φύγει. «Τα θυμάσαι ή να στα γράψω;» της φώναξε.
Πήρε το μπουκάλι με την μπίρα που είχε ανάμεσα στα γέρικα πόδια του. Ήπια κι εγώ μια γουλιά απ’ το pint μου. Τον είδα να ανοίγει μια από τις εξωτερικές θήκες της βαλίτσας του και να ψάχνει. Τράβηξε μια μωβ στρογγυλή φωσφοριζε συσκευή με ένα στικάκι στο πλάι. «Τρελό ραδιοφωνάκι» σκέφτηκα και ήμουν έτοιμος για το λαϊκό ρεπερτόριο που θα ακολουθούσε. Μιχαλόπουλο, Αγγελόπουλο, Ζαγοραίο. Σε αυτούς τους τρείς θα έβαζα τα λεφτά μου. Όχι. Ο παππούς του Κυριάκου με το που πάτησε το on, άρχισαν να μεταδίδονται πειραγμένοι ήχοι, ηλεκτρονική μουσική. Σίγουρα η βαλίτσα του ήταν φορτωμένη ecstasy.
Η ώρα είχε πάει σχεδόν τρείς και ο παππούς του Κυριάκου καλούσε κάποιον Νίκο. Τον άκουσα να φωνάζει τον Νίκο τρείς-τέσσερις φορές. Ο Νίκος ξεπρόβαλε από το δίπλα ξυλουργείο. «Ρε Νίκο, 25 ευρώ ρε φίλε. Δώσε μου 25 ευρώ να πάμε για παϊδάκια ρε. Τέτοιο παϊδάκι δεν έχεις ξαναφάει». Ο Νίκος έβαλε το χέρι στη τσέπη και επέστρεψε στο ξυλουργείο του. Ο παππούς του Κυριάκου αναζητούσε μεταφορικό μέσο και παρέα. Παρέα και μεταφορικό μέσο.
Απευθύνθηκε αμέσως στον Πακιστανό που περιφερόταν στο σοκάκι πάνω κάτω κουβαλώντας διάφορα-μάλλον δούλευε στο παλαιοβιβλιοπωλείο ο πακιστανός.
«Έχεις μηχανάκι ρε;».
Ο πακιστανός του απάντησε πως όχι.
«Καλά, πως ήρθες; Βρες ένα μηχανάκι ρε, να πάμε να σε κεράσω παϊδάκια».
Τελείωσα το pint μου, πλήρωσα κι έφυγα. Έπρεπε να ήμουν συνεπής στο ραντεβού μου, παρόλο που ήθελα πολύ να παρακολουθήσω την εξέλιξη. Να τους ακολουθούσα στα παϊδάκια. Ο παππούς του Κυριάκου ήταν ο ήρωας της ημέρας μου.
Τον γέρο ούτε που τον ήξερα. Πρώτη φορά τον έβλεπα και το πιθανότερο είναι πως δεν θα τον ξαναδώ ποτέ. Ούτε το όνομα του έμαθα. Απλώς η Ιόλη, η οποία καθόταν δίπλα μου και πίναμε μπίρα παρέα, μου δήλωσε κατηγορηματικά πως αυτός ο γέρος, θα μπορούσε εύκολα, να είναι ο παππούς το Κυριάκου. Ή ακόμα κι ο ίδιος ο Κυριάκος στα ενενήντα του.
Η Ιόλη μου εξήγησε πως ο Κυριάκος είναι ο κολλητός της, μα παίρνω όρκο πως ο Κυριάκος, είναι κάτι περισσότερο από κολλητός της.