«Γιατρέ», αναφώνησα. Πάντα ενθουσιάζομαι όταν τον συναντώ. Ο γιατρός είναι ένα ποίημα. Καμιά φορά, μάλιστα, προφασίζομαι πως δεν αισθάνομαι πολύ καλά ή πως έχω κάποιον πόνο και τα λοιπά, για να τον επισκέπτομαι και να κάθομαι με τις ώρες στο ιατρείο του.
Φορούσε μπλε παντελόνι, τιράντες, ένα καρό πουκάμισο και τα χειροποίητα παπούτσια του.
Ανταλλάξαμε καλημέρα και πριν προλάβουμε να αρθρώσουμε άλλη λέξη, ένα ζευγάρι τουρίστες, διστακτικά, μας πλησίασε θέλοντας να ρωτήσει. Με σπασμένα αγγλικά έψαχναν για το πλησιέστερο φαρμακείο. Ήταν προφανές πως ήταν Γερμανοί. «Τωρά μάλιστα», σκέφτηκα.
Ο γιατρός ξεκίνησε να τους μιλά στα γερμανικά με τον θεατρικό και απολαυστικό τρόπο που μιλά σε κάθε γλώσσα. Από γερμανικά δεν σκαμπάζω, μα έμεινα να τον απολαμβάνω. Από τις κινήσεις των χεριών του, προς τον ασθενή, και μερικές λέξεις -που υποψιαζόμουν τι να σήμαιναν- κατάλαβα πως ο γιατρός έκανε διάγνωση στο δρόμο, στα αρχαία σκαλοπάτια της τράπεζας. Επίσης, κατάλαβα πως του εξήγησε. Όχι πώς να βρει το φαρμακείο αλλά πως δεν χρειαζόταν τα φάρμακα.
Πρέπει να στεκόμουν δίπλα του, σαν παλαβός, γύρω στα δέκα λεπτά. Τόσο κράτησε η γερμανοσυζήτηση Έφυγαν οι τουρίστες χαμογελαστοί, ανέβηκε ο γιατρός τα σκαλοπάτια να μπει στην τράπεζα, κατέβηκα κι εγώ να πάω στη δουλειά μου.
Κοντοστάθηκα. «Γιατρέ», φώναξα.
Κρατώντας την βαριά πόρτα ανοιχτή, γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος μου.
«Σ’ ευχαριστούμε».