Αυτό, αναφέρει η Wahington Post σε δημοσίευμα της, η οποία κάνει λόγο για απαξίωση του λογότυπου και στροφή των ευκατάστατων καταναλωτών σε πιο εκλεπτυσμένα, διακριτικά και μοναδικά κομμάτια.
Η εφημερίδα αναφέρει πως τα ρούχα και τα αξεσουάρ χωρίς καθόλου λογότυπο εκθρονίζουν τα μεγάλα brands που με το σήμα τους κάνουν statement και «φωνάζουν» την τιμή τους.
Οι υψηλής αναγνωρισιμότητας τσάντες από μάρκες, όπως Louis Vuitton, Gucci και Prada έχουν πάψει πια να θεωρούνται καλόγουστες και τη θέση τους παίρνουν αξεσουάρ που δεν επιβεβαιώνουν την ακριβή προέλευσή τους, αλλά γίνονται αντιληπτά από εκείνους που είναι γνώστες.
Οι ειδικοί λένε ότι η τάση για πιο διακριτικά αγαθά πολυτελείας εν μέρει τροφοδοτείται από την παγκόσμια ανησυχία και την πολιτική συζήτηση σχετικά με την εισοδηματική ανισότητα, η οποία επηρεάζει και αλλάζει τη φιλοσοφία των καταναλωτών που μπορούν να διαθέσουν τετραψήφια ποσά για τα ρούχα, τα παπούτσια και τα αξεσουάρ τους.
Οι πλούσιοι αγοράζουν και συνεχίζουν να αναζητούν τα πιο εκλεπτυσμένα προϊόντα για τον εαυτό τους, αλλά δεν επιθυμούν την προκλητική επίδειξη και δεν θέλουν η τιμή αυτών που φορούν να προσδιορίζεται.
Αυτή η νέα στάση, έφερε μια δύσκολη περίοδο για μερικούς από τους τιτάνες της βιομηχανίας πολυτελών λιανικής όπως ο Louis Vuitton, ο Gucci και ο Prada που έγιναν σύμβολα παγκόσμιου πλούτου πουλώντας τσάντες και μεταξωτά μαντίλια χιλιάδων δολαρίων.
Σήμερα όμως οι καταναλωτές αυτοί, έχουν αρχίσει να σνομπάρουν τα τόσο κραυγαλέα σημάδια της ευημερίας μέσα από το logo των ρούχων τους.
Ωστόσο, εταιρείες που ξεχωρίζουν με το στιλ τους χωρίς όμως να το «φωνάζουν» όπως η Miu Miu, η Bottega Veneta, η Zadig & Voltaire και η Rag & Bone έχουν αρχίσει και γίνονται όλο και πιο ανταγωνιστικές και καταφέρνουν να σημειώνουν άνοδο στις πωλήσεις τους.