Βρεθόμαστε απλώς κάθε πρωί στη στάση του λεωφορείου, δίχως να το έχουμε κανονισμένο. Λέμε σκέτο καλημέρα και αυτό μου αρκεί. Είναι ο πρώτος άνθρωπος της ημέρας μου. Αφού συνειδητοποιήσαμε πως οι τυχαίες μας συναντήσεις καθιερώθηκαν, ανταλλάξαμε και ονόματα.
Σήμερα, για πρώτη φορά έπειτα από τόσες βδομάδες, η Αλεξάνδρα, πέρα από την καλημέρα, προχώρησε.
-Τι νέα;
Χωρίς να διστάσω καθόλου, της ξεφούρνισα ότι ακριβώς είχα μέσα στο κεφάλι μου εκείνη τη στιγμή. Αφιλτράριστο.
-Επέστρεψε η μικρή που είχε στη δούλεψη του ο καφετζής της γειτονιάς μου. Έλειψε για κανένα μήνα η μικρή ή για δύο. Τη συμπαθώ πολύ αυτήν τη μικρή. Είναι μόνιμα χαμογελαστή και χαιρετά πάντα με όρεξη. Επίσης έχει ένα σοκολατί χρώμα που μου αρέσει ιδιαίτερα. Είναι γεννημένη στην Κύπρο μα δηλώνει Ρουμάνα. Βάζω στοίχημα πως η μικρή έχει τσιγγάνικο αίμα. Όταν την ρώτησα που τη χάσαμε, μου είπε πως έλειπε ταξίδι.
«Διακοπές;» συνέχισα. « Όχι ακριβώς» μου απάντησε. «Ταξίδι στην πατρίδα».
Λέει πως τη λένε Κάρλα. Κάρλα μου συστήθηκε στον καφέ που μου έφερε την πρώτη, πρώτη φορά.
Τέλος πάντων, πεθύμησα την παρουσία της μικρής στη γειτονιά μου.
Σου λεω ακριβώς αυτά που σκέφτομαι. Δεν ξέρω το γιατί, είπα στην Αλεξάνδρα δίχως να γυρίσω το βλέμμα προς το μέρος της.
- Ευτυχώς, μου έκανε.
- Που σου τα λεω ή που επέστρεψε η μικρή;
- Που σκέφτεσαι.