Το σύντομο ποστ του Κορτώ κλείνει μάλιστα με το πιο κάτω: «Γράφε όσο μπορείς κι όσο αντέχεις, κι όλα τα’ άλλα παλεύονται. Το μόνο απάλευτο είναι η στεναχώρια αυτού που δεν τόλμησες».
Πιο κάτω αυτούσια η απάντηση του συγγραφέα:
«Πριν από λίγο έλαβα ένα μήνυμα που με στενοχώρησε και με προβλημάτισε. Ένα παλικάρι μοιράστηκε μαζί μου ότι ο μεγάλος του καημός είναι το γράψιμο, κι ότι γράφει σαν τρελός σ’ ό,τι χρόνο του απομένει απ’ τις απαιτητικές και χρονοβόρες σπουδές του, αλλά ότι με το πρωτύτερο καλαμπούρι μου σκέφτηκε αυτό που τον ανησυχεί συχνά -ότι το γράψιμο δεν είναι δουλειά που σου εξασφαλίζει την επιβίωση.
Λοιπόν αγορίνα, σ’ τα είπα κατ’ ιδίαν, αλλά τα ξαναλέω κι εγώ για όποιον πάσχει απ’ το δικό σου και το δικό μου μικρόβιο, και δεν αισθάνεται στα σωστά του παρά μόνον όταν γράφει, πυρετώδικα κι εμμονικά. Κι έχω να πω πως έχεις δίκιο που ανησυχείς. Όντως, το να ζήσεις απ’ τα βιβλία σου και μόνο, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, είναι δύσκολο. Κι εμένα μου πήρε δεκάξι χρόνια και πολύ μόχθο για να μπορώ να βιοπορίζομαι γράφοντας, και πάλι μόνο δουλεύοντας παράλληλα και άοκνα ως μεταφραστής.
Μα τούτο το κάλεσμα, το χάρισμα, όπως θες πες το, δεν έχει γλιτωμό. Ο καημός του θα σε τρώει άμα το παρατήσεις. Κι ούτε χρειάζεται, ούτε πρέπει, θα είναι άδικο κι αβάσταχτο ίσως για την ψυχή σου την ίδια. Οπότε οπλίσου μ’ όσο κουράγιο μπορείς, ετοιμάσου για τον αγώνα του βιοπορισμού που ούτως ή άλλως σε περιμένει, και συνέχισε να γράφεις ακόμα και τη μισή ώρα τη μέρα που θα σου περισσεύει αύριο-μεθαύριο από δουλειές και τρεξίματα. Και να ξέρεις ότι έχεις πίσω σου πολύ σπουδαίους γραφιάδες που ξεθεώνονταν σε ό,τι δουλειά βάζει ο νους σου χωρίς στιγμή να σταματούν να γράφουν -ούτε καν σε φυλακές και σ’ εξορίες.
Από μένα έχεις τις θερμότερες ευχές, και μπόλικες ελπίδες για το σινάφι που διάλεξες καταπώς στο υπαγόρευσε η καρδιά σου. Γράφε όσο μπορείς κι όσο αντέχεις, κι όλα τ’ άλλα παλεύονται. Το μόνο απάλευτο είναι η στεναχώρια αυτού που δεν τόλμησες».